Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Β' Γυμνασίου Όλη η θεωρία της Νεοελληνικής Γλώσσας


Η ανάρτηση προέρχεται από "Βασίλης Πρασσάς, Νεοελληνική Γλώσσα Β΄ Γυμνασίου, vprassas.blogspot.gr"

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Β’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
1) Να βρείτε τα αντικείμενα στις παρακάτω προτάσεις (όπου υπάρχουν):
Το παιδί έσπασε το ποτήρι.
Ο Γιώργος λέρωσε την μπλούζα του.
Ο Αντρέας τον κάλεσε στο σπίτι του.
Σκέφτομαι τις καλοκαιρινές διακοπές.
Ο μικρός φοβάται το σκοτάδι.
Το αγόρι μοιάζει του πατέρα του.
Σου μίλησε;
Μου φτάνει αυτό.
Το αγόρι μοιάζει στον πατέρα του.
Μίλησε σ' εσένα;
Σ' εμένα φτάνει αυτό.

Έγραψε το γράμμα.
Μη φωνάζεις, ο αδερφός σου γράφει.
Η Ελένη έπλυνε την μπλούζα σου.
Η μαμά πλένει.
Ο Κώστας πίνει πορτοκαλάδα.
Ο Κώστας πίνει.
Η Μαρία έδωσε το καινούριο στιλό του Κώστα.
Η μαμά τηγάνισε τα κεφτεδάκια του Γιάννη.
Η Άννα έδωσε το καινούριο στιλό στον Κώστα.
Η μαμά τηγάνισε τα κεφτεδάκια για το Γιάννη.
Τη χαιρέτησα.
Του το έστειλα.
Μαθαίνει την κόρη της χορό.
Διδάσκει τους μαθητές λυκείου φυσική.
Κέρασε τη φίλη της έναν καφέ.
Ήθελα να ρωτήσω κάτι τη Σοφία.
Θεωρεί φίλο του οποιονδήποτε γνωρίσει.
Ο μικρός χαλάει ό,τι βρει μπροστά του.
Παίρνω όσα πράγματα μου χρειάζονται.
Δε είπε πότε θα γυρίσει.
Με ρώτησε αν θέλω να με βοηθήσει.
Δε μας είπε σε πόση ώρα θα είναι έτοιμη.
Τον ρώτησα πώς πέρασε στην εκδρομή.
Ο παππούς δε θυμάται πότε ήπιε τα χάπια του.
Αποφάσισε πότε θέλεις να φας.
Της είπε πως ήρθε η ώρα να φύγει.
Αρνείται ότι ήξερε τα σχέδιά του.
Νόμιζε ότι δε θα του λείπουν τα αστεία τους.
Κατάλαβε πως δεν ήθελα να πάω στον κινηματογράφο.
Αισθάνθηκε πως δεν τον εμπιστεύεται.
Διστάζει να της πει την αλήθεια.
Ελπίζω να έχει ωραίο καιρό αύριο.
Ντρέπεται να σου πει ότι πεινάει.
Προσπαθεί να το ξεπεράσει.
Δεν τολμάει να μου μιλήσει.
Ανησυχεί μήπως του συνέβη κάτι κακό.
Φοβάται μήπως δεν του λέει την αλήθεια.
Το παιδί χαμογελάει.
Τα ποτήρια λάμπουν.
Το μωρό πεινάει.
Ο πατέρας μου σηκώνεται νωρίς το πρωί.
Το βράδυ συνήθως κάθεται στο μπαλκόνι του σπιτιού του.
Ο πατέρας αναπαύεται.
Ο Κώστας είναι ο διευθυντής μας.
Πρέπει να τον δω.
Τι πρόκειται να συμβεί;
Φαίνεται ότι δεν είναι καλά.


Αντικείμενο – Μονόπτωτα και δίπτωτα ρήματα

Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας

Ο μαθητής για να κατανοήσει τις παρακάτω δραστηριότητες και να απαντήσει πρέπει να γνωρίζει ότι:
1) Αντικείμενο ονομάζεται το πρόσωπο ή το πράγμα που δέχεται την ενέργεια ή την επίδραση του υποκειμένου ενός μεταβατικού ρήματος και αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της έννοιας του (Ένας μαθητής άνοιξε την πόρτα).

2) Το αντικείμενο ενός μεταβατικού ρήματος μπορεί να είναι:

α) Ουσιαστικό (με ή χωρίς άρθρο), π.χ. «Ένας μαθητής άνοιξε την πόρτα».

β) Άλλο μέρος του λόγου που έχει θέση ουσιαστικού, όπως:
Επίθετο (Περιμένω την καλή μου για να πάμε βόλτα)

Αντωνυμία (Μόλις έφυγες είδα εκείνον)
Μετοχή (Η ανυπομονησία κυριεύει τους ερωτευμένους)
Δευτερεύουσα ονοματική πρόταση (Πιστεύω ότι θα τα καταφέρω)
Προθετικό σύνολο (πρόθεση από, με, σε/στο/στη/στο, για + αιτιατική), π.χ. «Πήγα στον κινηματογράφο χθες».
Άκλιτο μέρος του λόγου, συνήθως με άρθρο μπροστά (Θα μάθεις το γιατί / Τελικά είπα το ναι κ.λπ.)

3) Το αντικείμενο μπορεί να δηλώνει: α) το προϊόν που δέχεται την ενέργεια (Κατέστρεψα το σπίτι), β) αυτόν που βιώνει ό,τι το ρήμα εκφράζει (Με απογοήτευσε η συμπεριφορά σου), γ) έναν ουδέτερο μετέχοντα, που δεν επηρεάζεται από τη δράση ούτε την επηρεάζει (Είδα τον αδερφό σου) και δ) τόπο (Αγαπώ την Ελλάδα / διανύω το δρόμο).

4) Τα μεταβατικά ρήματα ανάλογα με το αν ως συμπλήρωμα παίρνουν ένα (σε μία πτώση / ένας ο άμεσος δέκτης της δράσης του υποκειμένου) ή δύο αντικείμενα (σε δύο πτώσεις / δύο οι δέκτες της δράσης, ο άμεσος και έμμεσος δέκτης) διακρίνονται σε μονόπτωτα και δίπτωτα. Ειδικότερα:

α) Μονόπτωτα είναι τα μεταβατικά ρήματα που παίρνουν ως συμπλήρωμα ένα αντικείμενο, υπάρχει δηλαδή ένας άμεσος δέκτης της δράσης του υποκειμένου (σε μία πτώση), π.χ. «Άνοιξα την πόρτα».


Προσοχή: δύο ή περισσότερα αντικείμενα (όλα πρόσωπα ή όλα πράγματα) που συνδέονται μεταξύ τους με συνδέσμους ή χωρίζονται με κόμμα θεωρούνται μία πτώση και το ρήμα, του οποίου αποτελούν συμπλήρωμα, θεωρείται μονόπτωτο (Ένας μαθητής άνοιξε την πόρτα και το παράθυρο).


Τα μονόπτωτα ρήματα παίρνουν αντικείμενο:
συνήθως σε πτώση αιτιατική (κόβω το ξύλο),
και σε μερικές περιπτώσεις σε πτώση γενική (Μοιάζω του πατέρα μου), η οποία συνήθως εμφανίζεται με τους αδύνατους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας (του μοιάζω) και συχνά αντικαθίσταται με προθετικό σύνολο (εμπρόθετο αντικείμενο), π.χ. «Μοιάζω με τον πατέρα μου».


Ρήματα που παίρνουν αντικείμενο σε γενική πτώση:
α) ρήματα έκφρασης: απευθύνομαι, γνέφω, εξομολογούμαι, λέω, μιλάω, χαμογελώ κ.λπ.
β) ρήματα αίσθησης: αρέσει, βρομάει, ξινίζει, μυρίζει κ.λπ.
γ) ρήματα κτήσης: ανήκει, βρίσκεται κ.λπ.
δ) ρήματα που δηλώνουν σχέση: αναλογώ, μοιάζω, ταιριάζω, κ.λπ.
ε) ρήματα που δηλώνουν τροπικότητα: αξίζει, χρειάζεται κ.λπ.


Το αντικείμενο των μονόπτωτων ρημάτων σε πτώση αιτιατική διακρίνεται σε:
εξωτερικό αντικείμενο: όταν το αντικείμενο εισάγει έναν μετέχοντα στη δράση ή την κατάσταση, έναν δέκτη, π.χ. «κόβω το ξύλο» και σε
εσωτερικό ή σύστοιχο αντικείμενο: όταν το αντικείμενο έχει την ίδια ή συγγενική ρίζα με το ρήμα, δηλώνει δηλαδή από κοινού με το ρήμα τη βασική πληροφορία του μηνύματος. Επειδή το σύστοιχο αντικείμενο είναι μια πλεοναστική έκφραση, συχνά παραλείπεται και αντικαθίσταται από την αόριστη αντωνυμία κάτι. Το σύστοιχο αντικείμενο χρησιμοποιείται α) για να δώσουμε έμφαση (Λες λόγια που δε σε κολακεύουν) και β) για να δώσουμε κάποια επιπλέον προσδιοριστικά στοιχεία (Χόρεψε έναν ζωηρό χορό).


Μερικά ρήματα που παίρνουν σύστοιχο αντικείμενο: βρέχει (βροχή) / γράφω (γραπτό) / ζωγραφίζω (ζωγραφιές) / ζω (ζωή) / λέω (λόγια) / ονειρεύομαι (όνειρο) / σχεδιάζω (σχέδιο) / τραγουδώ (τραγούδι) / τρώω (φαγητό) / χιονίζει (χιόνι) / χορεύω (χορό) κ.λπ.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα μονόπτωτα ρήματα μπορεί να βρίσκονται και στην παθητική φωνή:

Σκέφτομαι τις καλοκαιρινές διακοπές.
Ο μικρός φοβάται το σκοτάδι.
β) Δίπτωτα είναι τα μεταβατικά ρήματα που παίρνουν ως συμπλήρωμα δύο αντικείμενα, δύο δέκτες δηλαδή της δράσης του υποκειμένου (σε δύο πτώσεις), π.χ. «Έδωσα στον Άγγελο το τετράδιο»

Στα δίπτωτα ρήματα το αντικείμενο που συνδέεται στενότερα με το ρήμα (σε αυτό μεταβαίνει άμεσα η ενέργεια του υποκειμένου) λέγεται άμεσο αντικείμενο και το άλλο, στο οποίο η ενέργεια μεταβαίνει έμμεσα (συνήθως είναι ο αποδέκτης - έμψυχος μετέχων στην κατοχή του οποίου περνάει αυτό που δηλώνεται από το άμεσο αντικείμενο), λέγεται έμμεσο αντικείμενο. Π.χ. στην πρόταση «Έδωσα στον Άγγελο το τετράδιο» άμεσο αντικείμενο είναι «το τετράδιο» και έμμεσο «στον Άγγελο».


Ένας πρακτικός τρόπος για να εντοπίζουμε το άμεσο και έμμεσο αντικείμενο: μετατρέπουμε την ενεργητική σύνταξη (διάθεση) σε παθητική. Το αντικείμενο της ενεργητικής που θα γίνει υποκείμενο της παθητικής σύνταξης θα είναι (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) το άμεσο αντικείμενο και το άλλο το έμμεσο.
Π.χ. «Έδωσα στον Άγγελο το τετράδιο» μετατροπή σε παθητική σύνταξη: «Το τετράδιο δόθηκε στον Άγγελο από εμένα». Αρα, «το τετράδιο» είναι το άμεσο αντικείμενο του ρήματος και το «στον Άγγελο» το έμμεσο.


Το έμμεσο αντικείμενο δηλώνεται κυρίως με:

Πρόθεση (σε/στο, από + όνομα σε πτώση αιτιατική (εμπρόθετο αντικείμενο), π.χ. «Έδωσα στον Άγγελο το τετράδιο».
Ρήματα που παίρνουν έμμεσο εμπρόθετο αντικείμενο είναι κάποια που δηλώνουν:
- Κίνηση (σε ή από + όνομα που δηλώνει τόπο): ανεβάζω, βάζω, βγάζω, κατευθύνω, κολλάω, κρεμάω, μεταφέρω, οδηγώ, ρίχνω, τοποθετώ, φέρνω, χύνω, χώνω, κ.λπ., π.χ. «Έβαλα το νερό στο ψυγείο».
- Προέλευση κτήσης (από + όνομα που δηλώνει το πρόσωπο από το οποίο προέρχεται κάτι που αποκτήσαμε): αποσπώ, αρπάζω, δανείζω, ζητάω, κλέβω, κ.λπ., π.χ. «Πήρα από τον πατέρα μου το αυτοκίνητο».
- Έκφραση ή μεταβίβαση γνώσης (σε + πρόταση σε θέση αντικειμένου): ανακοινώνω σε κάποιον ότι…, αποκαλύπτω σε κάποιον ότι…, γράφω σε κάποιον ότι…, εξηγώ σε κάποιον ότι…, εξιστορώ…, λέω…, μαρτυρώ…, υπόσχομαι… κ.λπ., π.χ. «Είπα στον καθηγητή μου ότι δε διάβασα».
[Κάποια ρήματα αυτής της κατηγορίας αντί για εμπρόθετο αντικείμενο συμπληρώνονται με αντικείμενο σε αιτιατική. Τότε έμμεσο αντικείμενο είναι η εξαρτημένη πρόταση, π.χ. «ενημέρωσα τους φίλους μου ότι δε θα έρθω». Τέτοια ρήματα είναι: απειλώ κάποιον ότι…, αναγκάζω κάποιον να…, ενημερώνω κάποιον ότι…, πληροφορώ…, παρακαλώ…, πείθω…, προειδοποιώ…, προστάζω…, προτρέπω… κ.λπ.]

Όνομα σε γενική (αντικείμενο σε γενική), π.χ. «Αφήσατε του σκύλου φαγητό;», και κυρίως με τους αδύνατους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας (μου / σου / του κ.λπ.), π.χ. «Του είπα την αλήθεια».

γ) Ρήματα που παίρνουν αντικείμενο δευτερεύουσα ονοματική πρόταση
Υπάρχουν ρήματα που ως συμπλήρωμα έχουν εξαρτημένες προτάσεις (ονοματικές):
1) Αναφορικές προτάσεις που λειτουργούν ως αντικείμενα
Κάθε ρήμα που παίρνει ως αντικείμενο ονοματική φράση είναι δυνατόν να έχει ως συμπλήρωμά του και αναφορική ονοματική πρόταση:
Ο μικρός χαλάει ό,τι βρει μπροστά του.
2) Ρήματα με πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ως αντικείμενα
Δε είπε πότε θα γυρίσει.
Άλλα τέτοια ρήματα είναι: αγνοώ, ανακοινώνω, αναφέρω, αποφασίζω, γνωρίζω, γράφω, διαδίδω, εξηγώ, καταλαβαίνω, μαθαίνω, ξεχνάω κ.ά.
3) Ρήματα με ειδική πρόταση (ότι/πως) ως αντικείμενο
Αρνείται ότι ήξερε τα σχέδιά του.
Άλλα τέτοια ρήματα είναι: ανακαλύπτω, ανακοινώνω, αναφέρω, αποφασίζω, βεβαιώνω, βλέπω, γνωρίζω, εκτιμώ, εξηγώ, νιώθω, ξέρω, παρατηρώ, πληροφορώ, προειδοποιώ, υπενθυμίζω, υπολογίζω, υποστηρίζω, φαντάζομαι κ.ά.
4) Ρήματα με βουλητική πρότασγ (να) ως αντικείμενο
Ελπίζω να έχει ωραίο καιρό αύριο.
Άλλα τέτοια ρήματα είναι: αγωνίζομαι, ανυπομονώ, αρνούμαι, βαριέμαι, γουστάρω, δέχομαι, δικαιούμαι, επιδιώκω, επιθυμώ, θέλω, καταφέρνω, κατορθώνω, λυπάμαι, μαθαίνω, μπορώ, ξέρω, περιμένω, σκοπεύω, υπολογίζω, φροντίζω κ.ά.
5) Ρήματα με ενδοιαστικές προτάσεις ως αντικείμενο
Ρήματα όπως τα ανησυχώ, τρέμω και φοβάμαι μπορεί να έχουν ως αντικείμενό τους ενδοιαστικές προτάσεις:
Φοβάται μήπως δεν του λέει την αλήθεια.




5) Επιπρόσθετες επισημάνσεις:

α) Όταν ένα ρήμα παίρνει ως συμπλήρωμα δύο αιτιατικές τότε συμβαίνει μία από τις εξής περιπτώσεις:
i. Και οι δύο αιτιατικές να είναι αντικείμενα του ρήματος (Η φιλόλογος διδάσκει τα παιδιά λογοτεχνία). Στην περίπτωση αυτή συνήθως η μία αιτιατική είναι ένα πρόσωπο (έμψυχος μετέχων), στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια του υποκειμένου του ρήματος (τα παιδιά), και η άλλη κάποιο πράγμα (λογοτεχνία). Έτσι, λογικά θα περιμέναμε η αιτιατική-πρόσωπο (τα παιδιά) να είναι έμμεσο αντικείμενο, δεδομένου ότι μεταβαίνει η ενέργεια έμμεσα σε αυτό. Ωστόσο η αιτιατική αυτή έχει συντακτική συμπεριφορά άμεσου αντικειμένου, επειδή αυτή γίνεται υποκείμενο κατά τη μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης/διάθεσης σε παθητική (Τα παιδιά διδάσκονται λογοτεχνία από τη φιλόλογο).
Σημείωση: η παθητική σύνταξη «Η χημεία διδάχθηκε στα παιδιά από τη φιλόλογο» αντιστοιχεί στην ενεργητική σύνταξη (Η φιλόλογος διδάσκει στα παιδιά χημεία) με αιτιατική (άμεσο αντικείμενο) και εμπρόθετο αντικείμενο (έμμεσο αντικείμενο) και όχι στη σύνταξη με δύο αιτιατικές. Στην περίπτωση, τέλος, που υπάρχουν δύο αιτιατικές-αντικείμενα που δηλώνουν πράγματα (Το χωράφι θα το σπείρουμε βαμβάκι) έμμεσο αντικείμενο είναι εκείνο που μπορεί να αντικατασταθεί εμπρόθετο αντικείμενο (το χωράφι στο χωράφι).

ii. Η μία αιτιατική να είναι αντικείμενο και άλλη κατηγορούμενο του αντικειμένου (Ορίζουμε εσένα αρχηγό /ή ως αρχηγό). Η αιτιατική «εσένα» είναι αντικείμενο και η αιτιατική «αρχηγό» κατηγορούμενο του αντικειμένου, αφού αποδίδει σε αυτό κάποια ιδιότητα. Συχνά πριν από την αιτιατική-κατηγορούμενο του αντικειμένου υπάρχουν τα μόρια ως, για, σαν. Ρήματα που συντάσσονται με κατηγορούμενο του αντικειμένου είναι: ανακηρύσσω, αποκαλώ, διορίζω, εκλέγω, θεωρώ, κρίνω, ονομάζω, χειροτονώ κ.λπ.. Τα ρήματα αυτά στη μεσοπαθητική φωνή λειτουργούν ως κανονικά συνδετικά ρήματα (Ορίστηκα αρχηγός).

Ένας πρακτικός τρόπος για να εντοπίζουμε το κατηγορούμενο του αντικειμένου: μετατρέπουμε την ενεργητική σύνταξη (διάθεση) σε παθητική, οπότε το άμεσο αντικείμενο γίνεται υποκείμενο του ρήματος παθητικής διάθεσης και η άλλη αιτιατική (που είναι το κατηγορούμενο του αντικειμένου) γίνεται κατηγορούμενο του υποκειμένου (Ορίστηκα αρχηγός).

β) Όπως ήδη έχει αναφερθεί αρκετές φορές τα ρήματα παίρνουν ως συμπλήρωμα ένα προθετικό σύνολο (πρόθεση + όνομα) που δηλώνει κάποια επιρρηματική έννοια (τόπο, αναφορά, προέλευση κ.ά.). Το συμπλήρωμα αυτό ονομάζεται εμπρόθετο αντικείμενο. Πρέπει όμως να διακρίνουμε το εμπρόθετο αντικείμενο από τον εμπρόθετο προσδιορισμό που επιτελεί άλλους ρόλους. Η διαφορά τους είναι η εξής: το εμπρόθετο αντικείμενο εξαρτάται ή μάλλον προβλέπεται από τη σημασία του ρήματος και συμπληρώνει την έννοια του, ενώ ο εμπρόθετος προσδιορισμός αποτελεί μια ελεύθερη προσθήκη.
Π.χ. «Στο σχολείο μιλάω ευγενικά στους καθηγητές μου»: το προθετικό σύνολο «στους καθηγητές μου» είναι εμπρόθετο αντικείμενο, διότι συμπληρώνει τη σημασία του ρήματος «μιλάω», ενώ το προθετικό σύνολο «στο σχολείο» είναι εμπρόθετος προσδιορισμός, διότι αποτελεί μια ελεύθερη προσθήκη στην πρόταση.

Επίσης, στα μονόπτωτα ρήματα η γενική και στα δίπτωτα το έμμεσο αντικείμενο μπορούν να αντικατασταθούν με έναν εμπρόθετο (πρόθεση από, με, σε, για + αιτιατική).

γ) Αντικείμενο σε πτώση γενική και γενική προσωπική
Πρέπει να ξεχωρίζουμε το αντικείμενο σε γενική από τη γενική προσωπική. Το αντικείμενο σε γενική αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα του ρήματος που προβλέπεται από τη σημασία του και απαντάται στις συγκεκριμένες κατηγορίες ρημάτων (βλ. αντίστοιχο πίνακα παραπάνω, αρ. 4). Αντίθετα, η γενική προσωπική είναι γενική ονόματος προσώπου ή συνήθως προσωπικής αντωνυμίας και φανερώνει το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται η έννοια του ρήματος και το οποίο δέχεται την ωφέλεια ή τη βλάβη από αυτό που δηλώνει το ρήμα, γι’ αυτό και ονομάζεται γενική προσωπική χαριστική ή αντιχαριστική αντίστοιχα. Συναντάται κυρίως σε απρόσωπα ρήματα ή εκφράσεις (φαίνεται, χρειάζεται, πρέπει, είναι εύκολο, είναι δίκαιο), π.χ. «Μου φαίνεται πως αρρώστησες», αλλά και σε μεταβατικά (πονώ, φιλώ, γεμίζω, ταΐζω κ.λπ.), π.χ. «Να μου φιλήσεις τη μητέρα σου», κ.λπ..

δ) Μεταβατική και αμετάβατη χρήση
Μεταβατικά ρήματα όπως το γράφω, πίνω, πλένω, τρώω κτλ. είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται και χωρίς αντικείμενο και τότε δηλώνουν απλώς μια ενέργεια (είναι αμετάβατα):
Έγραψε το γράμμα. (μεταβατικό) / Μη φωνάζεις, ο αδερφός σου γράφει. (αμετάβατο)
αλλάζω τη φούστα / οι άνθρωποι αλλάζουν // ανάβω το φως / δεν ανάβει η φωτιά
η βροχή θόλωσε τα τζάμια / τα τζάμια θόλωσαν // καίω τα χαρτιά / το φαγητό καίει
παίζω κιθάρα / παίζει η εθνική // χτυπάω την πόρτα / το τηλέφωνο χτυπάει
η σούπα βράζει / βράζω τις πατάτες // γελάω / θα τον γελάσω
κατεβαίνω / κατεβαίνει τα σκαλιά // κλαίω / κλαίει τον πόνο της
ε) Πολλά αμετάβατα ρήματα λαμβάνονται και ως μεταβατικά: (αμετάβατο) / Βράζω τα αυγά. (μεταβατικό)

ανεβαίνω, κατεβαίνω / κατεβαίνω την σκάλα


Ορισμένα ρήματα που χρησιμοποιούνται κυρίως ως αμετάβατα είναι δυνατόν να αλλάξουν τη σημασία τους και να γίνουν μεταβατικά. Σε αυτή την περίπτωση, τα ρήματα αυτά δέχονται αντικείμενο. Αυτά τα ρήματα ονομάζονται μεταβιβαστικά.


ο σκύλος αγριεύει /

ο αδερφός μου αγριεύει το σκύλο



Το νερό βράζει.



















Οι αντωνυμίες

Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις παρακάτω δραστηριότητες και να απαντήσει πρέπει να γνωρίζει ότι:

1. Αντωνυμίες, όπως δείχνει και η ετυμολογία της λέξης (αντωνυμία = «αντί ονόματος»), είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούμε προκειμένου να αντικαταστήσουμε ή να υποκαταστήσουμε ένα ονοματικό σύνολο (ουσιαστικό ή επίθετο). Η χρήση τους, λοιπόν, συνδέεται με τη διαδικασία της αντικατάστασης (όταν η αντωνυμία αντικαθιστά κάτι που δεν έχει αναφερθεί πριν στο λόγο, αλλά εισάγεται απευθείας μέσα από την αντωνυμία, π.χ. «Δώσε μου λίγο από αυτό») και τη διαδικασία της υποκατάστασης (όταν η αντωνυμία υποκαθιστά κάτι που έχει προαναφερθεί, προκειμένου να αποφευχθεί η άσκοπη επανάληψη, π.χ. «-Την έμαθες εκείνη τη δύσκολη ενότητα στο μάθημα της Φυσικής; - Ναι, την έμαθα.».
2. Οι περισσότερες αντωνυμίες ανήκουν στα κλιτά μέρη του λόγου (κλίνονται άλλες όπως τα ουσιαστικά και άλλες όπως τα επίθετα), υπάρχουν όμως και άκλιτες αντωνυμίες (που, ό,τι, τι, κάτι / κατιτί, τίποτε ή τίποτα, καθετί).

3. Η συντακτική τους λειτουργία. Οι αντωνυμίες μέσα στο λόγο (πρόταση) μπορούν να λειτουργήσουν (έχουν θέση) ως:
• Υποκείμενα (Εγώ το έκανα).
• Αντικείμενα (Εγώ το έκανα).
• Κατηγορούμενα (Είμαι εκείνος που σε αγάπησε)
• Επιθετικοί προσδιορισμοί (Η ίδια ομάδα με πέρυσι πήρε το πρωτάθλημα)
• Γενικές προσδιοριστικές (Μου χρειάζεται ένας πολύ καλός ύπνος)
• Συνοδευτικά προθέσεων (Από εμένα το έμαθε)
• Άρθρα (Κάθε πολίτης μιας χώρας πρέπει να έχει ίσα δικαιώματα με τους υπόλοιπους.).

4. Τα είδη των αντωνυμιών είναι:
• Προσωπικές (δυνατοί τύποι: εγώ – εσύ – αυτός, -η, -ο / αδύνατοι τύποι: μου – σου – τος/τη/το)
• Κτητικές (δικός, -ή, -ό μου / δικός, -ή, -ό σου / δικός, -ή, -ό του)
• Αυτοπαθείς (εαυτού μου – εαυτού σου – εαυτού του/της)
• Οριστικές (ίδιος, -α, -ο / μόνος, -η, -ο)
• Δεικτικές (αυτός, -ή, -ό / (ε)τούτος, -η, -ο / εκείνος, -η, -ο / τέτοιος, -α, -ο / τόσος, -η, -ο)
• Αναφορικές (που / ο οποίος, -α, -ο / όποιος, -α, -ο / ό,τι / όσος, -η, -ο)
• Ερωτηματικές (τι / ποιος, -α, -ο / πόσος, -η, -ο)
• Αόριστες (ένας, μια, ένα / κανένας (κανείς), καμιά (καμία), κανένα / κάποιος, -α, -ο / μερικοί, -ες, -α / κάμποσος, -η, -ο / καθένας, καθεμιά, καθένα / κάθε / άλλος, -η, -ο / (ο, η, το) δείνα / (ο, η, το) τάδε / καθετί / κάτι ή κατιτί / τίποτε ή τίποτα).

Οι προσωπικές αντωνυμίες

1) Οι προσωπικές αντωνυμίες χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν αυτόν που μετέχει στην πράξη επικοινωνίας και ως εκ τούτου φανερώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου:
 το α΄ πρόσωπο, εγώ (για να δηλωθεί ο
- ρόλος του ομιλητή),
 το β΄ πρόσωπο, εσύ (για να δηλωθεί ο ρόλος του
- συνομιλητή ή ακροατή),
 το γ΄ πρόσωπο, αυτός, -η, -ο (για να δηλωθεί ο
- ρόλος του προσώπου στο οποίο αναφέρεται ο ομιλητής)
και σε καθένα από αυτά κλίνονται ως ουσιαστικά.
2) Οι προσωπικές αντωνυμίες έχουν δυνατούς (ισχυρούς ή εμφαντικούς) και αδύνατους (ασθενείς ή μη εμφαντικούς) τύπους.

Αριθμοί ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ – ΚΛΙΣΗ
Α΄ και Β΄ προσώπου
Πτώσεις α΄ πρόσωπο β΄ πρόσωπο
Τύποι Τύποι
Δυνατοί Αδύνατοι Δυνατοί Αδύνατοι
Ενικός


Ονομ.εγώ
Γεν.εμένα / μου
Αιτ.εμένα
Κλητ. - -
μου
σου
- εσύ
εσένα
εσένα
εσύ -
σου
σε
-
Πληθυντικός

Ονομ.
Γεν.
Αιτ.
Κλητ εμείς
εμάς
εμάς
- -
μας
μας
- εσείς
εσάς
εσάς
εσείς -
σας
σας
-

Αριθμοί ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ – ΚΛΙΣΗ
Γ΄ προσώπου
Πτώσεις Τύποι
Δυνατοί και αδύνατοι τύποι σε παρένθεση
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ενικός Ονομ.
Γεν.
Αιτ.
Κλητ. αυτός (τος)
αυτού (του)
αυτόν (τον)*
- αυτή (τη)
αυτής (της)
αυτή(ν) [τη(ν)]**
- αυτό (το)
αυτού (του)
αυτό (το)
-
Πληθυντικός

Ονομ.
Γεν.
Αιτ.
Κλητ αυτοί (τοι)
αυτών (τους)
αυτούς (τους)
- αυτές (τες)
αυτών (τους)
αυτές (τις ή τες)
- αυτά (τα)
αυτών (τους)
αυτά (τα)
-
* Το τελικό –ν διατηρείται πάντα στην αιτιατική αρσενικού τού δυνατού και αδύνατου τύπου
** Το τελικό –ν διατηρείται στην αιτιατική θηλυκού τού δυνατού και αδύνατου τύπου όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή άηχο κλειστό σύμφωνο (κ, π, τ, ξ, ψ)

3) Οι δυνατοί και αδύνατοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας επιλέγονται ανάλογα με τις λειτουργίες που καλούνται να επιτελέσουν και συχνά έχουμε το περιθώριο να επιλέξουμε όποιο τύπο επιθυμούμε.

4) Όσον αφορά στους δυνατούς τύπους:

i. Χρησιμοποιούνται ή τους επιλέγουμε όταν:

α) βρίσκονται μόνοι τους στο λόγο (-Ποιος μίλησε; - Εγώ),
β) θέλουμε να τονίσουμε κάτι, να δώσουμε έμφαση (Εμένα έβρισες;),
γ) θέλουμε να ξεχωρίσουμε κάτι από τα άλλα, να εκφράσουμε δηλαδή αντίθεση ή αντιδιαστολή (Εγώ ήμουν μαζί σου και όχι ο Γιάννης),
δ) συνοδεύουν απλές προθέσεις (για μένα, από αυτόν, μ’ εσάς κ.λπ.),
ε) χρησιμοποιούνται για να συνδέσουν παρατακτικά με ονόματα (Ο Κώστας και εγώ καθυστερήσαμε να μπούμε στην τάξη),
στ) συνοδεύουν ένα ουσιαστικό σε παράθεση προς αυτό (Εμείς οι νέοι ζούμε το σήμερα).

ii. Συντακτικά μπορούν να λειτουργήσουν μέσα στην πρόταση ως:
• υποκείμενο ρήματος σε πτώση ονομαστική (Εγώ φώναξα),
• αντικείμενο ρήματος, άμεσο σε πτώση αιτιατική (Εσένα μόνο αγαπώ), ή έμμεσο σε πτώση γενική ή με πρόθεση (Η μητέρα μου έριξε την ευθύνη σ’ εμένα),
• σε παράθεση προς κάποιο ουσιαστικό (Εμείς οι νέοι είμαστε παρορμητικοί),
• συμπλήρωμα πρόθεσης (Ήρθε για σένα).

5) Όσον αφορά στους αδύνατους τύπους:

i. Χρησιμοποιούνται ή τους επιλέγουμε όταν:

α) θέλουμε να υποκαταστήσουμε κάποια λέξη (ονοματικό σύνολο) που έχει προαναφερθεί (- Το έκλεισες το παράθυρο; - Ναι, το έκλεισα), ώστε να αποφευχθεί η άσκοπη και κουραστική επανάληψη των λέξεων αυτών που εμποδίζουν και την ομαλή ροή του λόγου,
β) θέλουμε να προαναγγείλουμε κάτι που πρόκειται να πούμε στη συνέχεια (Το έμαθες ότι ο καθηγητής μας θα λείπει αύριο;),
γ) θέλουμε να αποδώσουμε μια γενική προσδιοριστική σε κάποιο ονοματικό σύνολο (γενική κτητική, υποκειμενική ή αντικειμενική), π.χ. «Πήγα στο σπίτι μου / Θαύμασε τα κατορθώματά μας / Η κίνηση αυτή ήταν η καταστροφή του),
δ) παρατηρείται το φαινόμενο της αντωνυμικής επανάληψης (Την πόρτα την έκλεισες;),
ε) συνοδεύουν επιρρήματα (πάνω μου, πίσω σου, δίπλα μας κ.λπ.). Αυτό δεν ισχύει όταν μετά το επίρρημα ακολουθεί πρόθεση και μετά η αντωνυμία (πάνω από εμένα, πίσω από εσένα κ.λπ.).

ii. Συντακτικά μπορούν να λειτουργήσουν μέσα στην πρόταση ως:

• αντικείμενο, άμεσο σε πτώση αιτιατική (Πάρε με μαζί σου!), ή έμμεσο σε πτώση γενική (Μου έδειξε το δρόμο) ή και άμεσο και έμμεσο στην ίδια πρόταση (Θα πάρω ένα τριαντάφυλλο και θα της το προσφέρω),
• γενική προσδιοριστική ενός ουσιαστικού, που δηλώνει τον κτήτορα (γενική κτητική), π.χ. «Δανείστηκε το κινητό μου», το δράστη μιας ενέργειας που δηλώνει το ουσιαστικό (γενική υποκειμενική), π.χ. «Ο διαιτητής αντέδρασε αμέσως και το σφύριγμά του σταμάτησε τη φάση» ή τον αποδέκτη μιας ενέργειας (γενική αντικειμενική), π.χ. «Η νίκη είναι γλυκιά και ο πόθος της ακόμη πιο έντονος»,
• γενική που εξαρτάται από επίρρημα (Έλα πίσω μου),
• αντωνυμική επανάληψη, επανάληψη δηλαδή του αντικειμένου ενός ρήματος (Την πόρτα την έκλεισες;).

6) Επαναληπτική αντωνυμία λέγεται ο αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας που χρησιμοποιούμε για να υποκαταστήσουμε κάποια λέξη (ονοματικό σύνολο) που έχει προαναφερθεί (- Το έκλεισες το παράθυρο; - Ναι, το έκλεισα) και προληπτική ο αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας που χρησιμοποιούμε για να προαναγγείλουμε κάτι που πρόκειται να πούμε στη συνέχεια (Το έμαθες ότι ο καθηγητής μας θα λείπει αύριο).

7) Σημαντικές επισημάνσεις:
i. Διάκριση των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας από τους τύπους του οριστικού άρθρου το(ν), του, της, τη(ν), το. Το οριστικό άρθρο δηλώνει οριστική αναφορά και μπαίνει πριν από κάποιο όνομα (συνοδεύει δηλαδή ουσιαστικά), π.χ. «τον πατέρα», ενώ οι αδύνατοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας αντικαθιστούν ή υποκαθιστούν κάποιο όνομα και συνοδεύουν ρήματα (τον χτύπησε / χτύπησέ τον) ή μπαίνουν μετά από ονόματα ως γενική προσδιοριστική (πατέρας του) ή επιρρήματα (πίσω της).
ii. Διάκριση της προσωπικής αντωνυμίας γ΄ προσώπου (αυτός – αυτή – αυτό) από τη δεικτική αντωνυμία (αυτός – αυτή – αυτό).
 Τη
- δεικτική αντωνυμία (αυτός, -ή, -ό) τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να δείξουμε κάτι (τον μετέχοντα ή κάποια ιδιότητά του, ποσοτικού ή ποιοτικού περιεχομένου), που βρίσκεται μάλιστα σχετικά κοντά μας (Αυτός είναι ο φίλος μου), ενώ την προσωπική όταν αναφερόμαστε απλώς στον μετέχοντα, χωρίς πρόθεση να τον δείξουμε (Αυτή τότε απάντησε).
 Η προσωπική αντωνυμία αντικαθιστά μόνο ουσιαστικά, δε
- μπαίνει σε θέση επιθέτων, ενώ η δεικτική αντωνυμία χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο και μπαίνει πριν από το άρθρο και το ουσιαστικό (Αυτή η γυναίκα είναι επικίνδυνη).
 Η δεικτική αντωνυμία χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή πράγματα τα
- οποία έχουν προαναφερθεί (Θυμάσαι που σου έλεγα για μια ξανθιά; Ε, αυτή ήταν στο τηλέφωνο.)
iii. Η προσωπική αντωνυμία γ΄ προσώπου στην αιτιατική ενικού του αρσενικού -και στο δυνατό και στον αδύνατο τύπο- διατηρεί πάντα το τελικό –ν (αυτόν / τον). Κάτι που δεν ισχύει για τον αντίστοιχο τύπο της δεικτικής αντωνυμίας [αυτό(ν)], ούτε για την αιτιατική ενικού αρσενικού γένους του οριστικού άρθρου [το(ν)], όπου διατηρούν το τελικό –ν στις γνωστές περιπτώσεις [όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή άηχο κλειστό σύμφωνο (κ, π, τ, ξ, ψ)]. Στο θηλυκό όμως και η προσωπική αντωνυμία διατηρεί το τελικό –ν όταν ισχύει η προηγούμενη συνθήκη – κανόνας [αυτή(ν) / τη(ν)] .

ΚΤΗΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

• Δηλώνουν τον κτήτορα (σε ποιον δηλαδή ανήκει ένα αντικείμενο).
• Έχουν και αυτές, όπως και οι προσωπικές, δυνατούς (ή ισχυρούς) και αδύνατους (ή ασθενείς) τύπους.
• Αδύνατοι τύποι: είναι οι αδύνατοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας σε πτώση γενική, ακολουθούν πάντα μετά από το ουσιαστικό που προσδιορίζουν και έχουν συντακτική θέση γενικής προσδιοριστικής και ειδικότερα γενικής κτητικής (Ο πατέρας μου τραυματίστηκε.).

Πρόσωπο Για έναν κτήτορα Για πολλούς κτήτορες
α΄ πρόσωπο μου μας
β΄ πρόσωπο σου σας
γ΄ πρόσωπο του / της / του τους

• Δυνατοί τύποι της κτητικής αντωνυμίας:
 Σχηματίζονται με το
- κτητικό επίθετο δικός – δική/ιά – δικό (το οποίο σπάνια εμφανίζεται μόνο του στο λόγο) και τη γενική των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας μου – σου – του. Αντιστοιχούν στα τρία πρόσωπα και δηλώνουν έναν ή πολλούς κτήτορες.

Πρόσωπο Για έναν κτήτορα Για πολλούς κτήτορες
α΄ πρόσωπο δικός μου / δική μου /δικό μου δικός μας / δική μας / δικό μας
β΄ πρόσωπο δικός σου / δική σου /δικό σου δικός σας / δική σας / δικό σας
γ΄ πρόσωπο δικός του (της) / δική του (της) /δικό του (της) δικός τους / δική τους / δικό τους

- Χρησιμοποιούνται όταν:
• θέλουμε να δώσουμε έμφαση στον κτήτορα (Αυτό το τετράδιο είναι δικό μου.),
• θέλουμε να αποσαφηνίσουμε σε ποιον ανήκει κάτι (Λάθος, αυτό είναι το δικό της κινητό και όχι το άλλο.),
• θέλουμε να υποκαταστήσουμε ένα όνομα, το οποίο έχει αναφερθεί και εννοείται (Η συνάντηση θα γίνει είτε στο σπίτι του Γιάννη είτε στο δικό μου.),
• σε παγιωμένες εκφράσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ονοματικό σύνολο που δηλώνει «συγγένεια» (Θα μιλήσω στους δικούς μου), «οπαδούς» (Μπήκαν τότε στο γήπεδο οι δικοί μας), «κάποιον στενό φίλο» (Δικέ μου τι κάνεις;) κ.λπ.
 Συντακτική χρήση. Μπορούν
- να:
• λειτουργήσουν ως επιθετικοί προσδιορισμοί, όταν προσδιορίζουν κάποιο ουσιαστικό (Οι δικοί μου φίλοι έφυγαν χθες.),
• έχουν τις συντακτικές λειτουργίες ενός ονόματος, όταν εμφανίζονται μέσα στο λόγο ως αυτοδύναμα ονοματικά σύνολα, π.χ. να είναι υποκείμενο (Οι δικοί μου δε θα επιστρέψουν σπίτι το βράδυ.), αντικείμενο (Τελικά έκανα το δικό μου) κ.λπ.,
• να συνδυάζονται με προθέσεις όταν λειτουργούν ως ονοματικά σύνολα δημιουργώντας εμπρόθετους προσδιορισμούς (Ήρθα με τους δικούς μου .).

ΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

• Είναι οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να δείξουμε κάποιο πρόσωπο (ή αντικείμενο) ή μια ιδιότητα αυτού (ποσοτικού ή ποιοτικού χαρακτήρα). Η δείξη αυτή είναι εξωγλωσσική ή κειμενική και επιτυγχάνεται είτε στο χώρο (Εκείνο το σπίτι κάηκε.) είτε στο χρόνο (Εκείνες τις μέρες περάσαμε υπέροχα.) ή ακόμη και στο νοητό χώρο ενός κειμένου (Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω ότι…).
• Οι δεικτικές αντωνυμίες και η χρήση τους είναι:
 Αυτός – αυτή – αυτό: τη χρησιμοποιούμε
- για να δείξουμε κάτι που είναι κοντά μας (Αυτό το παιδί είναι ο φίλος μου) ή που το αναφέραμε λίγο πριν (Αυτά είπε και έφυγε) ή για να δηλώσουμε αντίθεση (Αυτή τη συμπεριφορά δεν την περίμενα με τίποτα από εσένα!). Επίσης, χρησιμοποιείται για να δηλώσει έμφαση σε ένα όνομα (Ξεπέρασε και αυτόν ακόμη τον Γκάλη στο μπάσκετ!), αλλά και σε συνδυασμό με το δεικτικό επίρρημα εδώ (Αυτός εδώ…).
- Εκείνος – εκείνη – εκείνο: τη χρησιμοποιούμε για να δείξουμε κάτι που είναι μακριά μας (Εκείνες τις μέρες περάσαμε υπέροχα.) ή για να υποκαταστήσουμε κάποιο όνομα (Ο Χρήστος βιάστηκε να δικαιολογηθεί και έτσι υποψιαστήκαμε πως ήταν εκείνος που διέδωσε τη συγκεκριμένη φήμη.). Επίσης, χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το δεικτικό επίρρημα εκεί (Εκείνος εκεί…).
 (Ε)τούτος – (ε)τούτη –
- (ε)τούτο: τη χρησιμοποιούμε για να δείξουμε κάτι που βρίσκεται κοντά μας (Τούτος είναι ο φίλος μου). Έχει σχεδόν την ίδια χρήση με τη δεικτική αντωνυμία αυτός, -η, -ο, δηλώνει βέβαια πιο κοντινή δείξη και περισσότερο επιλέγεται για λόγους υφολογικούς.
 Τέτοιος – τέτοια – τέτοιο: τη χρησιμοποιούμε για να δείξουμε
- την ποιότητα ή μια ιδιότητα του ουσιαστικού που προσδιορίζει (Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος που νομίζεις!). ενδέχεται, βέβαια, να δείχνει και το ποσό σε συνδυασμό με επίθετα που δηλώνουν ποσό (Τέτοια μεγάλη επιτυχία δεν την περίμενα).
- Τόσος – τόση – τόσο: τη χρησιμοποιούμε για να δείξουμε την ποσότητα, είτε πρόκειται για μεγάλη ποσότητα (Τόσα καλά νέα σε μια μέρα δεν τα περίμενα!) είτε για μικρή με το δα (Ένα τόσο δα πρόβλημα και σε απογοήτευσε!) ή για να υποκαταστήσουμε αριθμητικά (Πλήρωσα χίλια τόσα ευρώ!) ή για να συμπληρώσουμε αναφορική πρόταση (Η αγάπη μου για αυτήν ήταν τόση, που δεν μπορώ ακόμη να την ξεπεράσω / Συγκεντρώθηκαν τόσοι όσους ακριβώς περιμέναμε) και συμπερασματική (Τα έξοδα ήταν τόσα, ώστε να δυσκολεύομαι ακόμη και τώρα να τα καλύψω).
• Όσον αφορά στη συντακτική χρήση τους, ενδέχεται να έχουν θέση ουσιαστικού, οπότε μπορεί να είναι υποκείμενο (Αυτά είπε και έφυγε) ή αντικείμενο (Κοίταξε αυτόν.) ή επιθέτου, οπότε είναι επιθετικός (κατηγορηματικός) προσδιορισμός (Πάρε αυτό το βιβλίο.).

ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

• Είναι οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να εισάγουμε μια δευτερεύουσα αναφορική πρόταση, δηλαδή μια πρόταση που αναφέρεται σε μια λέξη που συνήθως προηγείται (Αγόρασα το κινητό που μου πρότεινες).
• Οι αναφορικές αντωνυμίες και η χρήση τους είναι:
 Ο οποίος – η οποία – το οποίο: χρησιμοποιείται για να γίνει πιο
- σαφής η αναφορά στη λέξη που αναφέρεται. Συντακτικά μπορεί να είναι υποκείμενο στο ρήμα της αναφορικής πρότασης (Έκανα όλες εκείνες τις ενέργειες οι οποίες ήταν αναγκαίες.), αντικείμενο στο ρήμα της αναφορικής πρότασης (Αυτό είναι το κινητό το οποίο αγόρασα.), ονοματικός προσδιορισμός (Χθες βγήκα με τη Σοφία της οποίας αδελφός είναι ο Κώστας.) ή εμπρόθετος προσδιορισμός (Συνάντησα τον Αλέξη με τον οποίο ήμασταν συμμαθητές στο δημοτικό.).
 Το άκλιτο που:
- χρησιμοποιείται όπως και η αντωνυμία ο οποίος – η οποία – το οποίο, την οποία και μπορεί να αντικαταστήσει (Αυτό είναι το κινητό που αγόρασα.). Προσοχή: η μόνη περίπτωση που η άκλιτη αντωνυμία που δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αντωνυμία ο οποίος – η οποία – το οποίο είναι όταν συνδυάζεται με πρόθεση, δεν μπορεί δηλαδή το που να χρησιμοποιηθεί μέσα σε προθετικό σύνολο, π.χ. στην πρόταση «Συνάντησα τον Αλέξη με τον οποίο ήμασταν συμμαθητές στο δημοτικό.» δεν μπορούμε να πούμε «με που». Ωστόσο, μπορεί το που να αντικαταστήσει ολόκληρο προθετικό σύνολο, π.χ. αντί για «Το γυμναστήριο στο οποίο πηγαίνω είναι δίπλα στο σπίτι μου.» μπο-ρούμε να πούμε «Το γυμναστήριο που πηγαίνω είναι δίπλα στο σπίτι μου.». Επομένως, έχει τις ίδιες συντακτικές χρήσεις με την αντωνυμία ο οποίος – η οποία – το οποίο.
 Όποιος - όποια - όποιο και το άκλιτο ό,τι: τις
- χρησιμοποιούμε όταν η αναφορά που κάνουμε είναι πιο αόριστη και γενικευτική και λειτουργούν ως συντακτικό στοιχείο της κύριας και όχι της δευτερεύουσας πρότασης (Ψηφίζω όποιον θεωρώ πως εξυπηρετεί τα συμφέροντα του λαού.).
 Όσος – όση –
- όσο: τη χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε σε ποσότητα και λειτουργεί κατά βάση ως επίθετο (Όση αγάπη είχα την έδωσα.).
 Οποιοσδήποτε – οποιαδήποτε –
- οποιοδήποτε / οσοσδήποτε - οσηδήποτε – οσοδήποτε / οτιδήποτε (και για τα τρία γένη): έχουν τις αντίστοιχες χρήσεις των αντωνυμιών που αποτελούν το α΄ συνθετικό.
• Οι αντωνυμίες όποιος – όποια – όποιο και όσος – όση – όσο συχνά συνδέονται με το και / κι αν ή και να για να δηλώσουν αοριστία [Όποιος κι αν (ή και να) κερδίσει θα τον συγχαρώ / Όση αγάπη κι αν (ή και να) είχα την έδωσα.].

ΑΟΡΙΣΤΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

• Είναι οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε αόριστα για κάποιον ή για κάτι.
• Οι αόριστες αντωνυμίες και η χρήση τους είναι:
 Κάποιος – κάποια – κάποιο / ένας –
- μια – ένα και τα άκλιτα κάτι / κατιτί χρησιμοποιούνται για την κατεξοχήν αόριστη δήλωση (Κάποιος μάλλον το πήρε / Μου έλεγε ένας ότι… / Κάτι θα συνέβη και έφυγε).


 Κανένας (κανείς) – καμιά (καμία) – κανένα (μόνο στον ενικό
- αριθμό) και το άκλιτο τίποτε / τίποτα χρησιμοποιούνται α) για να δηλώσουν κάτι το αόριστο και έχουν τη σημασία του «κάποιος, -α, -ο» και «κάτι» αντίστοιχα, π.χ. «Αν ρωτήσει κανείς (δηλαδή κάποιος) πες του πως θα έρθω αργότερα» / «Πες τίποτα (δηλαδή κάτι) και εσύ!» ή β) για να δηλώσουν άρνηση (ούτε ένας / ούτε κάτι), όταν συνδυάζονται με αρνητικό μόριο, π.χ. «Δεν βρέθηκε κανείς (δηλαδή ούτε ένας) να τον σταματήσει!» / «Δεν ξέρεις τίποτα (δηλαδή ούτε κάτι);».
- Καθένας – καθεμιά (καθεμία) – καθένα και το άκλιτο κάθε / καθετί χρησιμοποιούνται για γενικευμένη αόριστη δήλωση και λειτουργούν ως επίθετα (Ο καθένας μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία / Κάθε άνθρωπος έχει τα προτερήματα και τα ελαττώματά του).
 Κάμποσος – κάμποση – κάμποσο και μερικοί – μερικές
- - μερικά χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν αόριστα ποσό (Ήρθαν κάμποσοι φίλοι. Μερικοί από αυτοί κάθισαν ως τα μεσάνυχτα.).
 (ο, η, το) τάδε / (ο, η, το)
- δείνα χρησιμοποιούνται όταν δε θέλουμε να ονομάσουμε κάποιον ή κάτι (Ήρθε τότε ο δείνα και μου λέει θα βρεθούμε στο τάδε μέρος).
 Άλλος – άλλη – άλλο:
- χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει κάποιον ή κάτι, χωρίς να τον αναφέρει (Επισκεφτήκαμε την Ακρόπολη και τα άλλα υπέροχα μνημεία της Αθήνας).
 Τα
- επίθετα όλος – όλη – όλο και ολόκληρος – ολόκληρη – ολόκληρο λειτουργούν και ως αόριστες αντωνυμίες όταν α) δηλώνουν κάτι που έχει αναφερθεί (Έχεις πάει στα νησιά των Κυκλάδων; Όλα είναι πανέμορφα) ή β) έχουν τη σημασία του «ο καθένας» και «το καθετί» (Όλοι το ξέρουν / Άλλαξαν όλα).
 Για την αόριστη δήλωση
- χρησιμοποιούνται και οι αναφορικές αντωνυμίες όποιος, -α, -ο / ό,τι / όσος, -η, -ο και τα σύνθετά τους με β΄ συνθετικό το –δήποτε (βλ. αναφορικές αντωνυμίες).
• Οι αόριστες αντωνυμίες έχουν μέσα στο λόγο τη συντακτική λειτουργία των ουσιαστικών – ονομάτων, οπότε μπορεί να είναι υποκείμενα (Κάποιος ήρθε), αντικείμενα (Δε θέλω κανέναν), κατηγορούμενα (Και αυτό ήταν κάτι!), εμπρόθετοι προσδιορισμοί (Το έμαθα από κάποιους) ή των επιθέτων, οπότε μπορεί να είναι επιθετικοί ή κατηγορηματικοί προσδιορισμοί (Κάποιος συμμαθητής μου με χτύπησε / Όλος ο κόσμος ήταν ανάστατος).

ΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

• Είναι οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να ορίσουμε και να ξεχωρίσουμε κάτι από άλλα του ίδιου είδους [Σημείωση: οι Κλαίρης και Μπαμπινιώτης (2005) τις κατατάσσουν στις αόριστες αντωνυμίες].
• Οι οριστικές αντωνυμίες είναι:
 ο
- ίδιος – η ίδια – το ίδιο, π.χ. «Θα πάει ο ίδιος (και όχι κάποιος άλλος) να το φέρει» και
 μόνος – μόνη – μόνο, π.χ. «Το έκανα μόνος μου (και όχι με
- κάποιους άλλους)».
• Συντακτικά λειτουργούν ως ονόματα (Θα πάει ο ίδιος) ή επίθετα (Θα έρθει ο ίδιος ο πατέρας μου).

ΑΥΤΟΠΑΘΕΙΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

• Είναι οι αντωνυμίες που δηλώνουν πως το ίδιο πρόσωπο ενεργεί και το ίδιο δέχεται την ενέργεια.
• Σχηματίζονται με το όνομα εαυτός και τους αδύνατους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του/της, μας, σας, τους, αναφέρονται και στα τρία πρόσωπα και έχουν μόνο γενική και αιτιατική πτώση.
πρόσωπα ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός
α΄ Γεν. : του εαυτού μου
Αιτ. : τον εαυτό μου Γεν. : του εαυτού μας ή των εαυτών μας
Αιτ. : τον εαυτό μας ή τους εαυτούς μας
β΄ Γεν. : του εαυτού σου
Αιτ. : τον εαυτό σου Γεν. : του εαυτού σας ή των εαυτών σας
Αιτ. : τον εαυτό σας ή τους εαυτούς σας
γ΄ Γεν. : του εαυτού του / της
Αιτ. : τον εαυτό του / της Γεν. : του εαυτού τους / των ή των εαυτών τους / των Αιτ. : τον εαυτό τους / των ή τους εαυτούς τους / των

• Έχουν τις συντακτικές λειτουργίες του ονόματος, οπότε μπορεί να είναι υποκείμενα (Ο εαυτός του μόνο τον ενδιαφέρει), αντικείμενα (Κοροϊδεύει τον εαυτό του), κατηγορούμενα (Είμαι ο εαυτός μου), εμπρόθετοι προσδιορισμοί (Καυχιέται συνεχώς για τον εαυτό του).


ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

• Είναι οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούμε για να ρωτήσουμε κάτι (για να δηλώσουμε την εστία της ερώτησης).
• Ερωτηματικές αντωνυμίες είναι:
 Το άκλιτο τι (Τι κάνεις;).
-
 Ποιος – ποια – ποιο; (Ποιος θέλει να
- απαντήσει;). Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούμε για γενική του ποιος και τη γενική τίνος; (Τίνος είναι η τσάντα;).
 Πόσος – πόση – πόσο; (Πόσο
- κάνει;).
 Ρόλο ερωτηματικής αντωνυμίας έχουν και ορισμένες περιφράσεις με το
- άκλιτο τι (Τι είδους έργα σου αρέσουν; / Τι λογής άνθρωποι είναι αυτοί;)
• Συνήθως μπαίνουν στην αρχή της πρότασης. Ενδέχεται, βέβαια, να προτάσσεται πριν από αυτές κάποια λέξη ή φράση, η οποία δηλώνει μια γνωστή πληροφορία (Την απάντηση ποιος θα τη δώσει;).
• Χρησιμοποιούνται και στον πλάγιο λόγο για να εισάγουν πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις (Μας ρώτησε ποιος θέλει να απαντήσει.).
• Έχουν μέσα στο λόγο συντακτική θέση ονομάτων, οπότε μπορεί να είναι υποκείμενα (Ποιος θα έρθει;), αντικείμενα (Ποιον κοροϊδεύεις;), ή εμπρόθετοι προσδιορισμοί (Με ποιον θα φύγεις;) ή επιθέτων, οπότε μπορεί να είναι επιθετικοί προσδιορισμοί (Ποια κοπέλα σου αρέσει;).
• Σε κάθε ερώτηση που κάνουμε με μια ερωτηματική αντωνυμία μπορεί να δοθεί απάντηση με κάποιες άλλες αντωνυμίες (Ποιος ήρθε; - αυτός / εκείνος / κάποιος κ.λπ.). Οι αντωνυμίες αυτές ονομάζονται συσχετικές αντωνυμίες. Συσχετικές είναι οι αναφορικές, δεικτικές και αόριστες αντωνυμίες.

ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ / ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΙ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ


Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας:
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις ερωτήσεις αυτές και να απαντήσει θα πρέπει να γνωρίζει ότι:
- Οι πτώσεις δείχνουν τη σχέση που μπορεί να έχουν οι ονοματικές φράσεις μεταξύ τους.

- Όταν η ονοματική φράση (ουσιαστικό) που προσδιορίζει μια άλλη βρίσκεται στην ίδια πτώση με αυτή, τότε ονομάζεται ομοιόπτωτος προσδιορισμός (π.χ. «Είναι ο φίλος του, ο Αλέξης»). Αντίθετα, όταν βρίσκεται σε διαφορετική πτώση, ονομάζεται ετερόπτωτος προσδιορισμός (π.χ. «Είναι ο φίλος του αδερφού μου»).

- Οι ετερόπτωτοι προσδιορισμοί είναι συνήθως σε πτώση γενική, η οποία μπορεί να δηλώνει:
Τον κτήτορα («Το αυτοκίνητο του πατέρα μου»).
Το δράστη μιας ενέργειας και ονομάζεται γενική υποκειμενική («Ακούγεται το σφύριγμα του ανέμου»).
Τον αποδέκτη μιας ενέργειας και ονομάζεται γενική αντικειμενική («Οι νέοι είναι συντελεστές πρόοδου»).
Τον τόπο («Το κρασί της Λήμνου είναι εξαίσιο»).
Το χρόνο («Τα επιτεύγματα του αιώνα μας είναι θαυμαστά»).
Τις διαστάσεις («Έχτισε σπίτι με συνολική έκταση διακοσίων τετραγωνικών»).
Την ιδιότητα («Τους ακολουθούσαν τα πουλιά της θάλασσας»).
Το σκοπό ή τη χρήση («Παράγγειλε τα ρούχα του γάμου»).
Την αιτία («Τον αρρώστησε ο πόνος του χωρισμού»).
Το σύνολο και ονομάζεται γενική διαιρετική («Η πλειοψηφία των μαθητών θέλει ένα καλύτερο εξεταστικό σύστημα»)
Κ.λπ.

- Οι ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται:
Για να ορίσουν ακριβέστερα το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, προσθέτοντας ένα ιδιαίτερο και γνωστό γνώρισμα σ’ αυτό ή απλώς για να το χαρακτηρίσουν και ονομάζονται παράθεση («Του μίλησα για την αγάπη, το πιο όμορφο συναίσθημα»). Η παράθεση μπορεί να αναλυθεί με αναφορική πρόταση, οπότε εννοείται το «ο οποίος, -α, -ο», («Του μίλησα για την αγάπη, η οποία είναι το πιο όμορφο συναίσθημα»). Παράθεση θεωρείται και ο ομοιόπτωτος προσδιορισμός που δηλώνει τη σχέση περιέχοντος και περιεχομένου («ένα ποτήρι νερό»), διαιρεμένου όλου και εκείνων που το αποτελούν («ένα κοπάδι πρόβατα») κ.λπ.
Για να διασαφηνίσουν-επεξηγήσουν το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, όταν η έννοια του είναι γενική και κάπως αόριστη και ονομάζονται επεξήγηση («Εγώ είμαι, ο Γιώργος»), οπότε εννοείται το «δηλαδή».
Πώς μπορούμε να διακρίνουμε την παράθεση από την επεξήγηση:
Στην παράθεση από μια έννοια ειδικότερη (μερικότερη) πηγαίνουμε σε μια άλλη έννοια γενικότερη. Η πορεία δηλαδή είναι από το μερικό στο γενικό (π.χ. «Η Κατερίνα, η φίλη μου, κέρδισε το στοίχημα.»).
Στην επεξήγηση συμβαίνει το αντίστροφο, από μια έννοια δηλαδή γενικότερη πηγαίνουμε σε μια έννοια μερικότερη. Η πορεία είναι από το γενικό στο μερικό (π.χ. «Η φίλη μου, η Κατερίνα, κέρδισε το στοίχημα.»).

 

ΕΠΙΘΕΤΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ


Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας:
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις ερωτήσεις αυτές και να απαντήσει θα πρέπει να γνωρίζει ότι:
1) Μια από τις βασικότερες λειτουργίες του επιθέτου είναι να προσδιορίζει ένα ουσιαστικό, στο οποίο αποδίδει μια συγκεκριμένη (μόνιμη) ιδιότητα (π.χ. «ο καλός άνθρωπος»). Στην περίπτωση αυτή το επίθετο λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός.
2) Το επίθετο που έχει αυτό το ρόλο (επιθετικός προσδιορισμός) βρίσκεται στο ίδιο γένος, αριθμό και πτώση με το ουσιαστικό που προσδιορίζει (π.χ. «ο καλός άνθρωπος»: πτώση ονομαστική, γένος αρσενικό και αριθμό ενικό, όπως είναι και το ουσιαστικό).
3) Η κανονική θέση αυτών των επιθέτων είναι πριν το ουσιαστικό, ενώ αν υπάρχει και άρθρο τότε ακολουθεί του άρθρου και προηγείται του ουσιαστικού (π.χ. «ο καλός άνθρωπος»). Βέβαια, για λόγους έμφασης μπορεί να βρίσκεται μετά το ουσιαστικό (π.χ. «ένας άνθρωπος καλός»). Όταν, στην περίπτωση αυτή, υπάρχει και οριστικό άρθρο ο/η/το τότε το άρθρο επαναλαμβάνεται και πριν από το επίθετο (π.χ. «ο άνθρωπος ο καλός»).
4) Ουσιαστικοποιημένο επίθετο ονομάζεται το επίθετο το οποίο λειτουργεί ως βασικό συστατικό μιας ονοματικής φράσης, δηλαδή χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, χωρίς να αναφέρεται το ουσιαστικό που προσδιορίζει, το οποίο βέβαια εννοείται [π.χ. «φόρεσε τα μαύρα (ρούχα)», «όπου φτωχός (άνθρωπος) και η μοίρα του», «το δημοτικό (σχολείο)].

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΥΝΘΕΤΑ-ΤΑ ΕΙΔΗ


ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΣΥΝΘΕΤΩΝ

Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής πρέπει να γνωρίζει ότι:
1) Σύνθεση έχουμε όταν μια λέξη σχηματίζεται από την ένωση των θεμάτων δύο ή περισσότερων λέξεων (π.χ. αγγουροντομάτα). Η πρώτη λέξη ονομάζεται πρώτο συνθετικό (αγγούρι) και η δεύτερη δεύτερο συνθετικό (ντομάτα).

2) Το πρώτο συνθετικό μπορεί να είναι: κάποιο επίρρημα (καλώς + σκέφτομαι: καλοσκέφτομαι), επίθετο (γλυκός + ανάλατος: γλυκανάλατος), αριθμητικό (πρώτος + πορεία: πρωτοπόρος), ρήμα (ανοίγω + κλείνω: ανοιγοκλείνω) ή ουσιαστικό (μαχαίρι + πιρούνια: μαχαιροπίρουνα).


Σημείωση: με βάση τις νέες αντιλήψεις περί Γραμματικής (Κλαίρης και Μπαμπινιώτης, 2005) οι λέξεις που σχηματίζονται με πρώτο συνθετικό μερικές προθέσεις, οι οποίες παράλληλα με την αυτόνομη προθετική τους ονοματική λειτουργία μέσα στο λόγο έχουν αναπτύξει και μια προθηματική λειτουργία, καθώς και τα λεξικά προθήματα (λεξικά μορφήματα χωρίς αυτόνομη παρουσία στο λόγο, όπως είναι τα αχώριστα μόρια), δε θεωρούνται σύνθετες λέξεις, αλλά παράγωγες (βλ. Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας της ενότητας 1).


3) Τα σύνθετα χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με τη σχέση του πρώτου με το δεύτερο συνθετικό. Ειδικότερα, διακρίνονται σε (είδη συνθέτων):

α) παρατακτικά: τα δύο συνθετικά παρατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο.
Τα συνθετικά αυτά μπορεί να είναι:
Ουσιαστικά: αγγούρι + ντομάτα = αγγουροντομάτα.
Επίθετα: άσπρος + μαύρος = ασπρόμαυρος.
Ρήματα: αναβαίνω + κατεβαίνω = ανεβοκατεβαίνω.
Επιρρήματα: βόρεια + ανατολικά = βορειοανατολικά.

β) προσδιοριστικά: το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο.
Τα συνθετικά αυτά μπορεί να είναι:
Ουσιαστικό + ουσιαστικό: τυρί + πίτα = τυρόπιτα.
Επίθετο + ουσιαστικό: πικρό + αμύγδαλο = πικραμύγδαλο.
Επίρρημα + ρήματα: σιγά + τραγουδώ = σιγοτραγουδώ.
Η λέξη κατά (που προέρχεται από την πρόθεση «κατά» της Αρχαίας Ελληνικής) + επίθετο: κατά + κόκκινος = κατακόκκινος.

γ) κτητικά: τα κτητικά σύνθετα μπορούν να αποδοθούν με τη φράση «εκείνος που έχει…» και συνήθως σχηματίζονται με επίθετο + ουσιαστικό: ξανθά + μαλλιά = ξανθομάλλης / ανοιχτό + μυαλό = ανοιχτόμυαλος

δ) αντικειμενικά: το πρώτο συνθετικό είναι ουσιαστικό και το δεύτερο ρήμα και το ουσιαστικό έχει θέση αντικειμένου του ρήματος, π.χ. βιβλίο + πωλώ = βιβλιοπώλης / δέντρα + φυτεύω = δεντροφύτευση / χρόνο + χρεώνω = χρονοχρέωση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ-ΒΑΘΜΟΙ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ


Οι βαθμοί των επιθέτων και των επιρρημάτων

Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις παρακάτω δραστηριότητες και να απαντήσει πρέπει να γνωρίζει ότι:

1. Βαθμοί ενός επιθέτου είναι οι διάφορες μορφές που λαμβάνει ένα επίθετο, προκειμένου να δηλώσει διάφορα είδη και διάφορους βαθμούς σύγκρισης.
2. Οι βαθμοί των επιθέτων είναι τρεις: θετικός, συγκριτικός, υπερθετικός. Από αυτούς ο συγκριτικός και ο υπερθετικός ονομάζονται παραθετικά του επιθέτου και σχηματίζονται μονολεκτικά (με μία λέξη) ή περιφραστικά (με δύο ή περισσότερες λέξεις).

α) Ο θετικός βαθμός του επιθέτου: είναι η απλή μορφή του επιθέτου, όπως το γνωρίζουμε, που δεν προσδιορίζεται δηλαδή από το συγκριτικό ή υπερθετικό βαθμό και φανερώνει απλώς ότι ένα ουσιαστικό (ή οποιαδήποτε άλλη λέξη) έχει κάποιο γνώρισμα, κάποια ιδιότητα (Ο Γιάννης είναι ταχύς αθλητής).

β) Ο συγκριτικός βαθμός του επιθέτου: είναι η μορφή που λαμβάνει το επίθετο όταν συγκρίνουμε δύο «μεγέθη», το ένα εκ των οποίων έχει κάποιο γνώρισμα σε μεγαλύτερο βαθμό από το άλλο (Ο Γιάννης είναι ταχύτερος αθλητής από τον Κώστα). Η λέξη που χαρακτηρίζει το επίθετο λέγεται α΄ όρος σύγκρισης (Ο Γιάννης) και η λέξη η οποία χρησιμοποιείται ως βάση για τη σύγκριση λέγεται β΄ όρος σύγκρισης (Κώστα).


Σημείωση: Η σύγκριση μπορεί να λάβει τις εξής μορφές:
Σύγκριση υπεροχής: ο α΄ όρος σύγκρισης υπερέχει ποσοτικά τού β΄ όρου (Ο Γιάννης είναι ταχύτερος αθλητής από τον Κώστα).
Σύγκριση υστέρησης: ο α΄ όρος σύγκρισης υστερεί ποσοτικά τού β΄ όρου (Ο Γιάννης είναι λιγότερο ταχύς αθλητής από τον Κώστα).
Σύγκριση ισότητας: οι δύο όροι σύγκρισης είναι ίσοι (Ο Γιάννης είναι εξίσου/το ίδιο ταχύς αθλητής με τον Κώστα).


γ) Ο υπερθετικός βαθμός του επιθέτου λαμβάνει δύο μορφές:

i. Σχετικός υπερθετικός βαθμός (ή σχετικό υπερθετικό): είναι η μορφή που λαμβάνει το επίθετο όταν θέλει να φανερώσει πως ένα ουσιαστικό (ή οποιαδήποτε άλλη λέξη) έχει κάποιο γνώρισμα στον πιο μεγάλο βαθμό από όλα τα όμοιά του. Ο υπερθετικός βαθμός σχηματίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που σχηματίζεται ο συγκριτικός βαθμός με την προσθήκη του οριστικού άρθρου μπροστά του (Ο Γιάννης είναι ο ταχύτερος ή ο πιο ταχύς αθλητής μέσα στην ομάδα),

ii. Απόλυτος υπερθετικός βαθμός (ή απόλυτο υπερθετικό): είναι η μορφή που λαμβάνει το επίθετο όταν θέλει να φανερώσει πως ένα ουσιαστικό (ή οποιαδήποτε άλλη λέξη) έχει κάποιο γνώρισμα στον απόλυτο βαθμό, χωρίς να γίνεται σύγκριση με άλλα ουσιαστικά. Σχηματίζεται:

- είτε μονολεκτικά (με την κατάληξη συνήθως –τατος, -η, -ο)
- είτε περιφραστικά (πολύ ή πάρα πολύ + θετικός βαθμός), π.χ. «Ο Γιάννης είναι ταχύτατος αθλητής / Ο Γιάννης είναι πολύ ή πάρα πολύ ταχύς αθλητής».

Το απόλυτο υπερθετικό μπορεί να σχηματιστεί και με σύνθετες ή παράγωγες λέξεις, όπου το α΄ συνθετικό δηλώνει μια ιδιότητα στον απόλυτο βαθμό (θεοσκότεινος / ολομόναχος / κατακόκκινος / πανέξυπνος / υπεραισιόδοξος / τρισευτυχισμένος / πεντανόστιμο κ.λπ.).


Σημείωση: Όπως και ο συγκριτικός έτσι και ο υπερθετικός βαθμός μπορεί να λάβει τις εξής μορφές:
απόλυτος υπερθετικός υπεροχής: π.χ. «Ο Γιάννης είναι ταχύτατος πάρα πολύ ή πολύ ταχύς) αθλητής»,
απόλυτος υπερθετικός υστέρησης: π.χ. «Ο Γιάννης είναι βραδύτατοςπάρα πολύ ή πολύ βραδύς) αθλητής»,
σχετικός υπερθετικός υπεροχής: π.χ. «Ο Γιάννης είναι ο ταχύτερος / ο πιο ταχύς αθλητής μέσα στην ομάδα (ή που έχω γνωρίσει)» και
σχετικός υπερθετικός υστέρησης: π.χ. «Ο Γιάννης είναι ο λιγότερο ταχύς αθλητής από όλους».


3. Σχηματισμός των παραθετικών. Τα παραθετικά σχηματίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:


ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ
(μονολεκτικών και περιφραστικών)
Θετικός βαθμός
Συγκριτικός βαθμός
Υπερθετικός βαθμός
-ος (πλούσιος)
-ότερος (πλουσιότερος) ή
πιο πλούσιος
1) -ότατος (πλουσιότατος) ή πολύ / πάρα πολύ πλούσιος (απόλυτο υπερθετικό)
2) ο + -ότερος (ο πλουσιότερος) ή ο πιο πλούσιος (σχετικό υπερθετικό)
-ύς (ταχύς)
­-ύτερος (ταχύτερος) ή
πιο ταχύς
1) -ύτατος (ταχύτατος) ή πολύ / πάρα πολύ ταχύς (απόλυτο υπερθετικό)
2) ο + -ύτερος (ο ταχύτερος) ή ο πιο ταχύς (σχετικό υπερθετικό)
-ής (επιμελής)
-έστερος (επιμελέστερος) ή πιο επιμελής
1) -έστατος (επιμελέστατος) ή πολύ / πάρα πολύ επιμελής (απόλυτο υπερθετικό)
2) ο + -έστερος (ο επιμελέστερος) ή ο πιο επιμελής
(σχετικό υπερθετικό)


Κάποια επίθετα σχηματίζουν με διαφορετικό τρόπο τα παραθετικά τους και γι΄ αυτό ονομάζονται ανώμαλα παραθετικά.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ
(Μονολεκτικοί τύποι)
Θετικός βαθμός
Συγκριτικός βαθμός
Υπερθετικός βαθμός
απλός,-η,-ο
απλούστερος,-η,-ο
απλούστατος,-η,-ο
καλός,-η,-ο
καλύτερος,-η,-ο
κάλλιστος,-η,-ο ή
άριστος,-η,-ο
κακός,-η,-ο
χειρότερος,-η,-ο
κάκιστος,-η,-ο ή
χείριστος,-η,-ο
κοντός,-η,-ο
κοντότερος,-η,-ο
κοντύτερος,-η,-ο
κοντότατος,-η,-ο
κοντύτατος,-η,-ο
λίγος,-η,-ο
λιγότερος,-η,-ο
ελάχιστος,-η,-ο
μεγάλος,-η,-ο
μεγαλύτερος,-η,-ο
μέγιστος,-η,-ο
μικρός,-η,-ο
μικρότερος,-η,-ο
ελάχιστος,-η,-ο
πολύς , πολλή , πολύ
περισσότερος,-η,-ο
δεν έχει
ταχύς,-εία,-ύ
ταχύτερος,-η,-ο
ταχύτατος,-η,-ο αλλά και
τάχιστος,-η,-ο


Κάποια παραθετικά είναι ελλειπτικά: ή δεν έχουν θετικό βαθμό, διότι σχηματίστηκαν από επιρρήματα ή αρχαίες προθέσεις (κατώτερος – κατώτατος / ανώτερος – ανώτατος / υπέρτερος – υπέρτατος), ή δεν έχουν υπερθετικό βαθμό (προτιμότερος / προγενέστερος / μεταγενέστερος κ.λπ.).

4. Δε σχηματίζουν παραθετικά τα επίθετα τα οποία δεν παρουσιάζουν διαβαθμίσεις της έννοιας τους. Τέτοια επίθετα είναι όσα δηλώνουν:
ύλη (πήλινος, γυάλινος, μάλλινος, ξύλινος, ασημένιος κ.λπ.)
καταγωγή ή συγγένεια (κρητικός, ζακυνθινός, προγονικός, αδελφικός, πατρικός κ.λπ.)
τόπο (βουνίσιος, καμπίσιος, στεριανός, θαλασσινός κ.λπ.)
χρόνο (αυριανός, χθεσινός, καθημερινός, τωρινός, σημερινός, χειμωνιάτικος, καλοκαιρινός κ.λπ.)
κατάσταση που δεν αλλάζει (πρωτότοκος, δευτερότοκος κ.λπ.)
Αλλά και κάποια παράγωγα με πρόθημα το στερητικό α- ή ξε- , π.χ. «άγνωστος / ξεκάρφωτος» ή με κάποια παραγωγικά επιθήματα (-άρης / -ούρης, π.χ. «ζηλιάρης / λιγούρης).

5. Παραθετικά επιρρημάτων: τρεις βαθμούς και άρα παραθετικά έχουν και τα επιρρήματα. Ως προς το σχηματισμό τους ακολουθούν τους εξής κανόνες:

α) Όταν τα επιρρήματα προέρχονται από επίθετα, τότε σχηματίζουν τους τρεις βαθμούς μονολεκτικά και περιφραστικά ως εξής:
i. Αν προέρχονται από επίθετα σε -ος, -η/-α, -ο (ωραίος, -α, -ο) και σε -ύς, -ιά, -ύ (βαθύς, -ιά, -ύ), τότε στο θέμα των βαθμών των επιθέτων προσθέτουμε την κατάληξη –α ή –ιά (ωραία – ωραιότερα ή πιο ωραία – ωραιότατα ή πολύ ωραία / βαθιά – βαθύτερα ή πιο βαθιά – βαθύτατα ή πολύ βαθιά / καλά – καλύτερα ή πιο καλά – άριστα ή πολύ καλά). Εξαίρεση αποτελούν τα επιρρήματα που προέρχονται από τα επίθετα πολύς και λίγος (πολύ – περισσότερο ή πιότερο – πάρα πολύ / λίγο- λιγότερο – πολύ λίγο ή ελάχιστα).
ii. Αν προέρχονται από επίθετα σε -ής, -ής, -ές (επιεικής, -ής, -ές), τότε ο θετικός βαθμός σχηματίζεται με την προσθήκη στο θέμα του θετικού βαθμού του επιθέτου της κατάληξης –ώς και ο συγκριτικός και υπερθετικός με την προσθήκη στο θέμα των αντίστοιχων βαθμών του επιθέτου τής κατάληξης –ά (επιεικώς – επιεικέστερα ή πιο επιεικώς – επιεικέστατα ή πολύ επιεικώς).

β) Όταν προέρχονται από άλλες λέξεις ακολουθούν διαφορετικούς τύπους σχηματισμού των παραθετικών τους. Για παράδειγμα:
Τα τοπικά επιρρήματα σχηματίζουν μόνο περιφραστικά παραθετικά (κάτω – πιο κάτω – πολύ κάτω / έξω – πιο έξω – πολύ έξω / πίσω – πιο πίσω – πολύ πίσω / πάνω – πιο πάνω – πολύ πάνω κ.λπ. ).
Κάποια επιρρήματα δεν έχουν υπερθετικό βαθμό (ιδίως – ιδιαίτερα / μπροστά – μπροστύτερα / νωρίς – νωρίτερα / πρώτα – πρωτύτερα / ύστερα – υστερότερα), ενώ το επίρρημα γρήγορα έχει υπερθετικό το γρηγορότερο (γρήγορα – γρηγορότερα – το γρηγορότερο). Επίσης, το συγκριτικό επίρρημα αρχύτερα δεν έχει ούτε θετικό ούτε υπερθετικό βαθμό κ.λπ..

6. Παραθετικά μετοχών: όσες μετοχές σχηματίζουν παραθετικά, τα σχηματίζουν μόνο περιφραστικά (αγαπημένος – πιο αγαπημένος – πολύ αγαπημένος ή ο πιο αγαπημένος).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ


Οι μορφές του υποκειμένου

Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής πρέπει να γνωρίζει ότι:

1) Υποκείμενο είναι το πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, που δηλώνει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος μέσα σε μια πρόταση, αυτό δηλαδή που ενεργεί (στα ενεργητικά ρήματα), π.χ. «Ο καθηγητής διδάσκει», ή παθαίνει κάτι (στα παθητικά ρήματα), π.χ. «Η γάτα κυνηγήθηκε από το σκύλο», ή βρίσκεται σε μια κατάσταση (στα ουδέτερα ρήματα), π.χ. «Η μητέρα μου κοιμάται».

2) Το υποκείμενο μιας πρότασης δηλώνεται:
α) Υποχρεωτικά από το ρηματικό πρόσωπο, π.χ. «Διαβάζ-ω τα μαθήματά μου» (εννοείται: εγώ). Στην περίπτωση αυτή υποκείμενο είναι η ονομαστική ενικού ή πληθυντικού των προσωπικών αντωνυμιών (εγώ / εμείς – εσύ / εσείς – αυτός, -ή, -ό / αυτοί, -ές, -ά), οι οποίες συχνά παραλείπονται και όταν χρησιμοποιούνται δηλώνουν πλεοναστικά σε συνδυασμό με το ρηματικό πρόσωπο το ρόλο του υποκειμένου μέσα στο λόγο για να δώσουν έμφαση ή για αντιδιαστολή, π.χ. «Εγώ διαβάζω τα μαθήματά μου».
β) Σε συνδυασμό με το ρηματικό πρόσωπο, που είναι ούτως ή άλλως υποχρεωτικό, το υποκείμενο μπορεί να δηλώνεται και από:
ένα ονοματικό σύνολο (ουσιαστικό) (Ο μαθητής διαβάζει),
ή άλλες λέξεις που έχουν ρόλο ονοματικού συνόλου, όπως α) οι υπόλοιπες αντωνυμίες (Κάποιος φωνάζει), β) τα επίθετα (Οι νέοι διψούν για ζωή), γ) οι μετοχές (Οι ερωτευμένοι είναι αφηρημένοι), δ) οι άκλιτες λέξεις (Το αλλά είναι αντιθετικός σύνδεσμος) ε) οι προτάσεις (Όποιος βιάζεται σκοντάφτει), με ή χωρίς άρθρο.

3) Το υποκείμενο μπαίνει πάντα σε πτώση ονομαστική, εκτός από την περίπτωση που ως υποκείμενο λειτουργεί κάποια πρόταση που εισάγεται με το ότι ή με το να, οι οποίες δε χαρακτηρίζονται από πτώση.

4) Το υποκείμενο παραλείπεται:
α) Στο α΄ και στο β΄ πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας (εγώ-εμείς / εσύ-εσείς), όταν δε θέλουμε να δώσουμε έμφαση σ’ αυτό, π.χ. «Είμαι μαθητής» (εννοείται: εγώ) / «Είσαι μαθητής» (εννοείται: εσύ).
β) Στο γ΄ πρόσωπο όταν:
- εννοείται εύκολα από τα συμφραζόμενα,
- είναι μια γενική έννοια, π.χ. «οι άνθρωποι»,
- μόνο ένα υποκείμενο μπορεί να εννοηθεί, π.χ. «Με τα επιτεύγματά τους δίνουν μεγάλη ώθηση στην επιστήμη» (εννοείται: οι επιστήμονες) και
- το ρήμα δείχνει κάποιο φυσικό φαινόμενο, π.χ. «Και ξαφνικά συννέφιασε» (εννοείται: ο ουρανός).

5) Τα απρόσωπα ρήματα και οι απρόσωπες εκφράσεις (όσα δηλαδή ρήματα ή εκφράσεις δεν έχουν υποκείμενο κάποιο πρόσωπο ή ζώο και τα συναντάμε στο γ’ ενικό πρόσωπο) έχουν ως υποκείμενοι μια ολόκληρη πρόταση, η οποία εισάγεται (ξεκινάει) με το ότι/πως ή με το να (π.χ. «Φαίνεται πως έφυγε» / «Καλό είναι να φύγεις τώρα»). Οι απρόσωπες εκφράσεις σχηματίζονται κυρίως με το γ’ ενικό του ρήματος «είμαι», δηλαδή το «είναι», και κάποιο επίθετο (είναι καλό, είναι κρίμα, είναι άδικο, είναι σωστό κ.λπ.).

Συμφωνία υποκειμένου – ρήματος

Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής πρέπει να γνωρίζει ότι:

1) Το ρήμα συμφωνεί με το υποκείμενό του σε πρόσωπο και αριθμό, π.χ. «Η Μαρία έφυγε.» (ρήμα και υποκείμενο βρίσκονται σε γ΄ πρόσωπο ενικού αριθμού) / «Εμείς μόνο ήρθαμε» (ρήμα και υποκείμενο βρίσκονται σε α΄ πρόσωπο πληθυντικού αριθμού).

2) Όταν υπάρχουν περισσότερα από ένα υποκείμενα, τότε:

α) Κατά κανόνα, ανεξάρτητα από τον αριθμό στον οποίο βρίσκονται, το ρήμα μπαίνει στον πληθυντικό αριθμό και στο επικρατέστερο πρόσωπο (το α΄ πρόσωπο είναι επικρατέστερο από το β΄ πρόσωπο και το β΄ από το γ΄ πρόσωπο). Π.χ. «Εγώ και ο φίλος μου θα πάμε σινεμά το βράδυ» [το ρήμα μπαίνει στον πληθυντικό αριθμό, γιατί τα υποκείμενα είναι δύο (εγώ / φίλος μου) και στο α΄ πρόσωπο (εγώ), διότι είναι επικρατέστερο του γ΄ (φίλος)].

β) Όταν όμως έχουμε δύο ή περισσότερα υποκείμενα που βρίσκονται στον ενικό αριθμό και παρουσιάζονται με τη μορφή διάζευξης, τότε το ρήμα μπαίνει στον ενικό αριθμό (Πρωταθλητής φέτος θα βγει ή ο Ολυμπιακός ή ο Παναθηναϊκός).

γ) Τέλος, στην περίπτωση που τα υποκείμενα μπορούν να θεωρηθούν πως ανήκουν στην ίδια «ομάδα» και δημιουργούν ένα ενιαίο σύνολο, τότε το ρήμα μπορεί να μπει και στον ενικό αριθμό (π.χ. «Η ειλικρίνεια και η τιμιότητά του αποδείχτηκε το μεγάλο του όπλο για την εκλογή του στο Δήμο»).

3) Όταν ως υποκείμενο λειτουργεί ένα περιληπτικό ουσιαστικό, ένα ουσιαστικό δηλαδή στο οποίο παρουσιάζεται διαφορά μεταξύ του γλωσσικού τύπου του και των πραγματικών στοιχείων που δηλώνει (π.χ. η λέξη «πλήθος» γραμματικά είναι ενικός αριθμός, αλλά πραγματικά είναι πληθυντικός, εφόσον εμπεριέχει πολλούς ανθρώπους), τότε μπορούμε να διαλέξουμε ανάμεσα στη σύνταξη που θα βασίζεται στη γραμματική συμφωνία (π.χ. «Ένα πλήθος από εξαγριωμένους ανέργους φώναζε έξω από το γραφείο του υπουργού»: συμφωνία υποκειμένου και ρήματος κατά γραμματικό αριθμό, ενικό δηλαδή αριθμό) ή στη σύνταξη που θα βασίζεται στη νοητή πραγματική συμφωνία (π.χ. «Ένα πλήθος από εξαγριωμένους ανέργους φώναζαν έξω από το γραφείο του υπουργού»: συμφωνία υποκειμένου και ρήματος κατά πραγματικό αριθμό, πληθυντικό δηλαδή αριθμό). Αν και συνήθως στην περίπτωση αυτή το ρήμα συμφωνεί με το νοητό - πραγματικό αριθμό.

4) Στην περίπτωση που το υποκείμενο είναι στον ενικό αριθμό και συνδέεται με άλλα πρόσωπα ή πράγματα μπορεί το ρήμα να χρησιμοποιηθεί στον πληθυντικό αριθμό για να προβάλει το πλήθος (π.χ. «Εγώ με τον αδελφό μου μεταφέραμε τα πράγματα»).

ΧΡΟΝΟΙ-ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ-ΠΟΙΟΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ


Οι χρόνοι του ρήματος

Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις παρακάτω δραστηριότητες και να απαντήσει πρέπει να γνωρίζει ότι:
1) Χρόνοι του ρήματος είναι οι μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει πότε και πώς γίνεται κάτι. Με τους χρόνους, δηλαδή, τοποθετούμε ένα γεγονός, μια ενέργεια ή κατάσταση σε ένα σημείο του χρονικού άξονα (παρελθόν, παρόν, μέλλον).

2) Η Νέα Ελληνική έχει οχτώ χρόνους (ενεστώτας, παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος, παρακείμενος, εξακολουθητικός μέλλοντας, συνοπτικός μέλλοντας και συντελεσμένος μέλλοντας).

3) Οι χρόνοι του ρήματος φανερώνουν:

α) Τη χρονική βαθμίδα στην οποία γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα και διακρίνονται σε:
v παροντικούς (ενεστώτας, παρακείμενος),
v παρελθοντικούς (παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος) και
v μελλοντικούς (εξακολουθητικός μέλλοντας, συνοπτικός μέλλοντας, συντελεσμένος μέλοντας)

Ειδικότερα, έχουμε:

v Τους παροντικούς χρόνους (χρησιμοποιούνται για το παρόν):

Ø τον ενεστώτα που φανερώνει κάτι που γίνεται τώρα, εξακολουθητικά (μη συνοπτικό γεγονός), (π.χ. διαβάζω τα μαθήματά μου) και
Ø τον παρακείμενο που φανερώνει πως κάτι έγινε στο παρελθόν και είναι πια τελειωμένο την ώρα που μιλάμε (συντελεσμένο γεγονός), οπότε αναφερόμαστε σε ένα γεγονός που έγινε μεν στο παρελθόν αλλά τα αποτελέσματά του φτάνουν ως το παρόν, (π.χ. έχω διαβάσει τα μαθήματά μου). Ο παρακείμενος είναι μια ιδιότυπη μορφή χρόνου, αφού κινείται και στο παρελθόν και στο παρόν. Συχνά μπορεί να αντικατασταθεί με τον αόριστο, άλλες πάλι φορές δίνει έμφαση στο αποτέλεσμα της ενέργειας που φθάνει ως το παρόν. Δεν μπορεί, όμως, να χρησιμοποιηθεί παρακείμενος για κάτι που έγινε πριν από λίγα λεπτά, καθώς υπονοεί πως έχει περάσει κάποιο διάστημα από τότε που έγινε το γεγονός. Γι’ αυτό και δε συνδυάζεται με επιρρηματικούς προσδιορισμούς που δηλώνουν πρόσφατο παρελθόν (π.χ. μόλις τώρα). Τέλος, ο παρακείμενος δεν τοποθετεί το γεγονός σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο και γι’ αυτό δεν μπορεί να συνδυαστεί με εκφράσεις που δηλώνουν συγκεκριμένη χρονική στιγμή, συνδυάζεται ωστόσο με εκφράσεις που δηλώνουν χρονική περίοδο, (π.χ. είναι λάθος η πρόταση: «Έχω αρχίσει το διάβασμα το Σεπτέμβρη», αλλά είναι σωστή: «Έχω αρχίσει το διάβασμα από το Σεπτέμβρη»).

v Τους παρελθοντικούς χρόνους (χρησιμοποιούνται για το παρελθόν):

Ø τον παρατατικό που φανερώνει πως κάτι γινόταν στο παρελθόν εξακολουθητικά ή με επανάληψη (μη συνοπτικό γεγονός), οπότε η έμφαση δίνεται στη διάρκεια ή την επανάληψη μιας ενέργειας, (π.χ. Χτες όλη μέρα διάβαζα τα μαθήματά μου),
Ø τον αόριστο που φανερώνει πως κάτι έγινε στο παρελθόν σε κάποια χρονική στιγμή – συνοπτικά (συνοπτικό γεγονός), οπότε η έμφαση δίνεται στο γεγονός και όχι στη διάρκειά του, (π.χ. Χτες το απόγευμα διάβασα τα μαθήματά μου), και
Ø τον υπερσυντέλικο που φανερώνει πως κάτι ήταν τελειωμένο στο παρελθόν, πριν γίνει κάτι άλλο (συντελεσμένο γεγονός), (π.χ. Είχα διαβάσει τα μαθήματά μου πριν έρθουν οι φίλοι μου).

v Τους μελλοντικούς χρόνους (χρησιμοποιούνται για το μέλλον):

Ø τον εξακολουθητικό μέλλοντα που φανερώνει πως κάτι θα γίνεται στο μέλλον με αδιάκοπη συνέχεια ή επανάληψη (μη συνοπτικό γεγονός), (π.χ. Αύριο όλο το απόγευμα θα διαβάζω),
Ø το στιγμιαίο ή συνοπτικό μέλλοντα που φανερώνει πως κάτι θα γίνει στο μέλλον κάποια συγκεκριμένη στιγμή, χωρίς συνέχεια ή επανάληψη (συνοπτικό γεγονός), (π.χ. Αύριο το απόγευμα θα διαβάσω) και
Ø το συντελεσμένο μέλλοντα που φανερώνει πως κάτι θα είναι τελειωμένο στο μέλλον (συντελεσμένο γεγονός), αφού πρώτα γίνει κάτι άλλο, (π.χ. Μέχρι αύριο το απόγευμα θα έχω διαβάσει).

β) Το ποιόν ενέργειας με το οποίο παρουσιάζεται αυτό που σημαίνει το ρήμα. Με βάση το ποιόν ενέργειας οι χρόνοι χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
1η. Χρόνοι μη συνοπτικοί, δηλαδή το γεγονός παρουσιάζεται εξακολουθητικά, με διάρκεια ή επανάληψη (ενεστώτας, παρατατικός και εξακολουθητικός μέλλοντας).
2η. Χρόνοι συνοπτικοί, το γεγονός δηλαδή παρουσιάζεται χωρίς διάρκεια ή επανάληψη, συνοπτικά (αόριστος και συνοπτικός μέλλοντας).
3η. Χρόνοι συντελεσμένοι, που το γεγονός δηλαδή είναι κάτι το τελειωμένο, έχει συντελεστεί-ολοκληρωθεί (παρακείμενος, υπερσυντέλικος και συντελεσμένος μέλλοντας).

γ) ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ


ΧΡΟΝΟΙ
Παροντικοί
Παρελθοντικοί
Μελλοντικοί
Μη συνοπτικοί
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
διαβάζω
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
διάβαζα
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
θα διαβάζω
Συνοπτικοί
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
διάβασα
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
θα διαβάσω
Συντελεσμένοι
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
έχω διαβάσει
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
είχα διαβάσει
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
θα έχω διαβάσει


δ) Σημαντικές παρατηρήσεις:

i) Τον παρατατικό και τον αόριστος μπορούμε να τους χρησιμοποιήσουμε για να αναφερθούμε στο ίδιο γεγονός. Έχουν, όμως, μια σημαντική διαφορά που σχετίζεται με το τι θέλει ο ομιλητής να τονίσει (οπτική γωνία του ομιλητή). Αν, δηλαδή, θέλει να τονίσει τη διάρκεια ή την επανάληψη μιας ενέργειας/πράξης ή γεγονότος χρησιμοποιεί τον παρατατικό, ενώ αν θέλει απλώς να δηλώσει μια ολοκληρωμένη πράξη και να τονίσει το γεγονός χρησιμοποιεί τον αόριστο. Έτσι, ο παρατατικός χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ατελές ποιόν ενέργειας (το γεγονός δηλαδή παρουσιάζεται είτε ως κάτι το συνεχές, που βρίσκεται σε εξέλιξη, είτε ως κάτι που επαναλαμβάνεται με κανονικότητα) ενώ ο αόριστος για να δηλώσει το τέλειο ποιόν ενέργειας (το γεγονός παρουσιάζεται στο σύνολό του, συνοπτικά ή με ουδέτερο τρόπο).
Π.χ.: 1ο: «Χτες όλη μέρα διάβαζα το μάθημα της ιστορίας»: παρατατικός (ατελές ποιόν ενέργειας) που δηλώνει ότι ο μαθητής όλη την ημέρα ήταν απασχολημένος με το διάβασμα αυτού του μαθήματος (το γεγονός παρουσιάζεται ως κάτι που επαναλαμβάνεται όλη τη μέρα).
2ο: «Χτες όλη μέρα διάβασα το μάθημα της ιστορίας»: αόριστος (τέλειο ποιόν ενέργειας) που δηλώνει ότι ο μαθητής όλη την ημέρα δεν κατάφερε να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να διαβάσει το μάθημα της ιστορίας (το γεγονός παρουσιάζεται ως σύνολο, συνοπτικά).
           
ii) Υπάρχει, όμως, περίπτωση ένας χρόνος να μη δηλώνει μόνο τη χρονική βαθμίδα στην οποία εντάσσεται γενικά, αλλά και άλλες. Για παράδειγμα:
α) Ο ενεστώτας, ανάλογα με τη χρήση του κατά την επικοινωνία και ανάλογα με τις χρονικές λέξεις, που χρησιμοποιούμε, μπορεί να δηλώνει και παρελθόν και ονομάζεται «ιστορικός ενεστώτας» [ π.χ. στην περίπτωση των αφηγήσεων για να προσδώσει ζωντάνια στην περιγραφή των γεγονότων που έγιναν στο παρελθόν (Χθες την ώρα που ερχόμουν στο σχολείο, συναντώ ξαφνικά στο δρόμο ένα παλιό μου φίλο) και στις περιγραφές αθλητικών γεγονότων-αγώνων (Ο Τσιατήνας τρέχει προς τη μπάλα, την κερδίζει, ξεφεύγει από δύο αντιπάλους του, σουτάρει…)] και μέλλον (κάτι που πρόκειται να γίνει στο άμεσο μέλλον), π.χ. «Φεύγω αύριο για διακοπές».
β) Ο αόριστος μπορεί να χρησιμοποιηθεί, κυρίως στον προφορικό λόγο, και για το μέλλον, όταν ο ομιλητής θέλει να παρουσιάσει κάτι ως πολύ κοντινό ή εντελώς σίγουρο (π.χ. «-Έναν καφέ παρακαλώ. - Έφτασε!»). Επίσης, χρησιμοποιείται και για να εκφραστεί μια υπόθεση σε έναν υποθετικό λόγο (Αρρώστησες στο νησί; Αλίμονό σου!) και για να δηλώσει μια μεταβολή, η οποία άρχισε σε μια χρονική στιγμή στο παρελθόν, αλλά οι συνέπειες της ισχύουν στο παρόν (Βαρέθηκε και θέλει να φύγει).
γ) Ο συνοπτικός μέλλοντας μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για το παρελθόν, στην περίπτωση που αφηγούμαστε ενέργειες και επιτεύγματα κάποιου στο παρελθόν (Ο συγγραφέας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα. Εκεί θα τελειώσει το Δημοτικό και το Γυμνάσιο …).

iii) Επίσης, κάποιοι χρόνοι, όπως ο ενεστώτας, ο αόριστος και ο μέλλοντας, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άχρονα, χωρίς να τοποθετούν δηλαδή το γεγονός σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα, αλλά το παρουσιάζουν σαν επαναλαμβανόμενο, π.χ. α) «όποιος βιάζεται σκοντάφτει»: άχρονος ενεστώτας που ονομάζεται «γνωμικός» ενεστώτας, β) «Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε»: άχρονος αόριστος που ονομάζεται «γνωμικός» αόριστος.

4) Από τους χρόνους του ρήματος άλλοι σχηματίζονται με μία μόνο λέξη και λέγονται μονολεκτικοί (ενεστώτας, παρατατικός, αόριστος) και άλλοι με δύο ή τρεις και λέγονται περιφραστικοί (παρακείμενος, υπερσυντέλικος, εξακολουθητικός, συνοπτικός και συντελεσμένος μέλλοντας).
5) Όλοι οι χρόνοι στην υποτακτική και προστακτική στις κύριες προτάσεις αναφέρονται στο μέλλον, δηλαδή σε ενέργειες που θα γίνουν. Κατά βάση η υποτακτική και η προστακτική δε δηλώνουν χρονική βαθμίδα, είναι «άχρονες», και αυτό διότι πρόκειται για τροπικούς τύπους, στους οποίους κυριαρχεί η δήλωση του ποιού ενέργειας (να διαβάζω – να διαβάσω, διάβαζε – διάβασε). Άρα, η τοποθέτηση των γεγονότων στο χρονικό άξονα (γραμματικός χρόνος-χρονική βαθμίδα) επιτυγχάνεται κυρίως με την οριστική.

 

 

 

 

 

 

 

Το θέμα του ρήματος και η αύξηση

Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις παρακάτω δραστηριότητες και να απαντήσει πρέπει να γνωρίζει ότι:

1) Σε κάθε κλιτή λέξη το τμήμα που είναι στην αρχή της και δεν αλλάζει μορφή λέγεται θέμα και το τελευταίο τμήμα της που αλλάζει μορφή λέγεται κατάληξη. Π.χ. στη λέξη «μαθητής» το θέμα είναι «μαθητ-» και η κατάληξη «-ής».

2) Στα ρήματα έχουμε δύο θέματα: το ενεστωτικό και το αοριστικό (ενεργητικού και παθητικού αορίστου). Π.χ. για το ρήμα «διδάσκω» έχουμε το ενεστωτικό θέμα «διδάσκ-» και το αοριστικό «δίδαξ-» (ενεργητικού αορίστου) και «διδάχθ-» (παθητικού αορίστου).

3) Με το θέμα του ρήματος δηλώνεται το ποιόν ενέργειας του ρήματος (και όχι η χρονική βαθμίδα). Ειδικότερα, το ενεστωτικό θέμα δηλώνει το μη συνοπτικό (επανάληψη ή εξακολούθηση) ποιόν ενέργειας, ενώ με το αοριστικό θέμα δηλώνεται το συνοπτικό και το συντελεσμένο ποιόν ενέργειας.

4) Από το ενεστωτικό θέμα σχηματίζονται οι χρόνοι με μη συνοπτικό ποιόν ενέργειας (μη συνοπτικοί χρόνοι), δηλαδή ο ενεστώτας (διδάσκ-ω), ο παρατατικός (δίδασκ-α) και ο εξακολουθητικός μέλλοντας (θα διδάσκ-ω).

5) Από το αοριστικό θέμα σχηματίζονται οι χρόνοι με συνοπτικό ποιόν ενέργειας (συνοπτικοί χρόνοι), δηλαδή ο αόριστος (δίδαξ-α) και ο συνοπτικός μέλλοντας (θα διδάξ-ω) και οι χρόνοι με συντελεσμένο ποιόν ενέργειας (συντελεσμένοι χρόνοι), δηλαδή ο παρακείμενος (έχω διδάξ-ει), ο υπερσυντέλικος (είχα διδάξ-ει) και ο συντελεσμένος μέλλοντας (θα έχω διδάξ-ει).

6) Τα ρήματα της πρώτης συζυγίας (όσα ρήματα στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής ενεστώτα δεν τονίζονται στη λήγουσα, π.χ. δένω, λύνω, κ.λπ.) που αρχίζουν από σύμφωνο και είναι δισύλλαβα, στον παρατατικό και στον αόριστο παίρνουν ένα ε μπροστά από το θέμα, το οποίο ονομάζεται αύξηση.
Π.χ. ενεστώτας: δένω, παρατατικός: έδενα και αόριστος: έδεσα.
Σημείωση: αντί για το φωνήεν ε παίρνουν αύξηση η- τα ρήματα: έρχομαι (ήρθα), πίνω (ήπια), είμαι (ήμουν), ξέρω (ήξερα), θέλω (ήθελα) και αύξηση ει- τα ρήματα: βλέπω (είδα), έχω (είχα), λέω (είπα).

7) Δεν παίρνουν αύξηση στον παρατατικό και τον αόριστο:
α) τα ρήματα της δεύτερης συζυγίας (όσα ρήματα στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής ενεστώτα τονίζονται στη λήγουσα, π.χ. τραγουδώ, ζητώ κ.λπ.), π.χ. ενεστώτας: τραγουδώ, παρατατικός: τραγουδούσα, αόριστος: τραγούδησα,
β) όσα ρήματα αρχίζουν από φωνήεν ή δίψηφο φωνήεν, τα οποία κρατούν το φωνήεν ή το δίψηφο σε όλους τους χρόνους, π.χ. ενεστώτας: αρχίζω, παρατατικός: άρχιζα, αόριστος: άρχισα. Εξαίρεση αποτελούν τα ρήματα: έχω-είχα, έρχομαι-ήρθα, είμαι-ήμουν.

8) Μερικά σύνθετα ρήματα (ή σωστότερα παράγωγα ρήματα με προθετικό πρόθημα) παίρνουν αύξηση ανάμεσα στα δύο συνθετικά, στην αρχή του β΄ συνθετικού, και η αύξηση αυτή λέγεται εσωτερική αύξηση. Τα ρήματα αυτά είναι:
α) κυρίως όσα έχουν ως α΄ συνθετικό κάποια προθετικά προθέματα (κυρίως από αρχαίες προθέσεις), όπως: αμφι-, ανα-, αντι-, από-, δια-, εισ-, εν/μ/γ/λ-, επι-, κατά-, μετα-, προσ-, συν-, υπερ-, υπο-, κ.λπ. (συμβάλλωσυνέβαλα, εκφράζωεξέφρασα). Όσα από τα ρήματα αυτά έχουν ως πρώτο συνθετικό πρόθυμα που τελειώνει σε φωνήεν στην αύξηση (εσωτερική συλλαβική αύξηση) χάνεται το τελικό φωνήεν του προθήματος (επιβάλλω επέβαλα, απορρίπτω απέρριπτα και απέρριψα). Εξαίρεση αποτελούν τα σύνθετα με α΄ συνθετικό τα προθήματα περι- και προ- (περιπλέκωπεριέπλεκα και περιέπλεξα, προτάσσω προέτασσα και προέταξα). Ωστόσο, πολλά κοινά ρήματα με προθετικά προθήματα δεν παίρνουν ποτέ αύξηση (καταλαβαίνωκαταλάβαινα και κατάλαβα), σε άλλα πάλι είναι προαιρετική (προσβάλλω προσέβαλα ή πρόσβαλα ).
β) Κάποια που έχουν ως α΄ συνθετικό τα προθήματα ξανα- και παρα- η αύξηση είναι συνήθως προαιρετική (ξαναγράφωξαναέγραψα και ξανάγραψα).
γ) Η εσωτερική φωνηεντική αύξηση είναι υποχρεωτική στον παρατατικό και αόριστο του ρήματος υπάρχω (υπήρχα και υπήρξα).

9) ΠΡΟΣΟΧΗ: Η αύξηση μένει μόνο όταν τονίζεται και μόνο στην οριστική των δύο αυτών χρόνων (παρατατικός και αόριστος), ενώ χάνεται όταν δεν τονίζεται (π.χ. παρατατικός: έλυνα, έλυνες, έλυνε, λύναμε, λύνατε, έλυναν) και στις υπόλοιπες εγκλίσεις, δηλαδή στην υποτακτική και προστακτική (π.χ. οριστική αορίστου: έλυσα, υποτακτική αορίστου: να λύσω, προστακτική αορίστου: λύσε),


ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας:
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις ερωτήσεις αυτές και να απαντήσει θα πρέπει να γνωρίζει ότι:

1) Διάθεση είναι ο τρόπος με τον οποίο το ρήμα «διατίθεται» σε σχέση με το υποκείμενό του. Είναι, δηλαδή, το νόημα / η έννοια του ρήματος που δείχνει τι κάνει, τι παθαίνει ή σε ποια κατάσταση βρίσκεται το υποκείμενο.


Προσοχή: η διάθεση δεν πρέπει να ταυτίζεται / συγχέεται με τη φωνή. Η φωνή (ενεργητική και μεσοπαθητική) αναφέρεται στη μορφή του ρήματος (πιο συγκεκριμένα στο μορφολογικό σύστημα των καταλήξεων των ρημάτων), ενώ η διάθεση στη σημασία του ρήματος σε σχέση με το υποκείμενό του. Αυτό σημαίνει πως μπορεί ένα ρήμα να είναι παθητικής φωνής, αλλά ενεργητικής διάθεσης, όπως ακριβώς συμβαίνει με αρκετά αποθετικά ρήματα (αισθάνομαι, δέχομαι κ.λπ.)


2) Με βάση, λοιπόν, τη σημασία τους τα ρήματα διακρίνονται σε τέσσερις διαθέσεις, την ενεργητική, την παθητική, τη μέση και την ουδέτερη.

3) Ρήματα ενεργητικής διάθεσης: είναι τα ρήματα που φανερώνουν κυρίως ότι το υποκείμενο είναι ο δράστης, δηλαδή ενεργεί ή κάνει κάτι (Ο Νίκος χτύπησε το Γιώργο), ή δηλώνουν οποιοδήποτε «μετέχοντα» που επηρεάζει τη δράση (Η πολλή ζέστη έλιωσε τα χιόνια).

¨ Τα ρήματα που έχουν και τις δύο φωνές δηλώνουν την ενεργητική διάθεση με την ενεργητική φωνή (Ο παππούς δένει το γάιδαρο).
¨ Υπάρχουν όμως πολλά ρήματα, τα «αποθετικά», που σχηματίζουν μόνο μεσοπαθητική φωνή και έχουν ενεργητική διάθεση (Ο πατέρας μου αισθάνθηκε έναν οξύ πόνο στο στομάχι).
¨ Ορισμένα μάλιστα αποθετικά ρήματα έχουν συνώνυμα στην ενεργητική φωνή (Ο μαθητής μεταχειρίστηκε / χρησιμοποίησε Η/Υ).

4) Ρήματα παθητικής διάθεσης: είναι τα ρήματα που φανερώνουν ότι το υποκείμενο είναι ο δέκτης, δηλαδή παθαίνει κάτι ή δέχεται μια ενέργεια από άλλον, είτε καλή είτε κακή, (Ο Γιώργος χτυπήθηκε από το Νίκο). Ο δράστης, αν χρειάζεται, δηλώνεται με ένα προθετικό σύνολο, συνήθως με την πρόθεση «από» και το όνομα, το οποίο ονομάζεται «ποιητικό αίτιο» (Ο Γιώργος χτυπήθηκε από το Νίκο).

¨ Τα ρήματα που έχουν και τις δύο φωνές δηλώνουν την παθητική διάθεση με την παθητική φωνή (Ο γάιδαρος δέθηκε από τον παππού).
¨ Υπάρχουν όμως αρκετά ρήματα που δε σχηματίζουν μεσοπαθητική φωνή και οι τύποι της ενεργητικής τους φωνής χρησιμοποιούνται και με παθητική σημασία / διάθεση (Τα χιόνια έλειωσαν από την πολλή ζέστη).
¨ Υπάρχουν επίσης ρήματα που η διάθεσή τους, ενεργητική και παθητική, καθορίζεται χωρίς να γίνει αλλαγή φωνής, αλλά μόνο με αλλαγή της προοπτικής του μηνύματος. Τέτοια ρήματα είναι τα: ανοίγω, κλείνω, σπάω, θυμώνω, ανάβω, σβήνω, σκορπάω, καθαρίζω, καίω, χαλάω κ.λπ. Π.χ.:
«Ο αέρας έκλεισε το παράθυρο» ενεργητική φωνή και ενεργητική διάθεση.
«Το παράθυρο έκλεισε από τον αέρα» ενεργητική φωνή, αλλά παθητική διάθεση.

5) Ρήματα μέσης διάθεσης: είναι τα ρήματα που φανερώνουν ότι το υποκείμενο είναι συγχρόνως δράστης και δέκτης μιας ενέργειας, δηλαδή ενεργεί και η ενέργεια γυρίζει σ’ αυτό (Η καθηγήτριά μας ντύνεται ωραία κάθε μέρα). Τα ρήματα με μέση διάθεση χωρίζονται σε:
¨ Μέσα αυτοπαθή, όταν δηλώνουν αυτοπάθεια (το υποκείμενο είναι και δράστης και ο δέκτης της δράσης, η δράση του δηλαδή επηρεάζει τον εαυτό του (Η φίλη μου βάφεται πολύ έντονα).
Τα ρήματα αυτά βρίσκεται συνήθως σε μεσοπαθητική φωνή. Ενδέχεται όμως να βρίσκονται και σε ενεργητική φωνή με το απαραίτητο συμπλήρωμα της αντωνυμίας (αυτοπαθής αντωνυμία) «τον εαυτό μου/σου/του κ.λπ.» (Καθημερινά φροντίζω τον εαυτό μου).
Τα ρήματα που χρησιμοποιούνται σε μέση αυτοπαθή διάθεση είναι:

α) Τα ρήματα που δηλώνουν φροντίδα του σώματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η ενέργεια γίνεται από τον ίδιο, χαρακτηριστικό το οποίο γίνεται κατανοητό αν αναφέρεται ρητά ή υπονοείται το «μόνος μου/σου/του κ.λπ.» (βάφομαι μόνος μου). Τέτοια ρήματα είναι: γυμνάζομαι, ετοιμάζομαι, κουρεύομαι, λούζομαι, μακιγιάρομαι, ντύνομαι, ξυρίζομαι, πλένομαι, προπονούμαι, στολίζομαι, χτενίζομαι κ.λπ..
Τα ρήματα αυτά, ωστόσο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και με παθητική διάθεση, όταν η ενέργεια γίνεται από κάποιον άλλο και όχι από το ίδιο το υποκείμενο (Η αδερφή μου βάφεται από τη μητέρα μου). [Την περίπτωση αυτή (και κυρίως όταν απουσιάζει το ποιητικό αίτιο) κάποιοι γλωσσολόγοι (Holton, Mackridge & Φιλιππάκη-Warburton, 1998) τη θεωρούν ως μια άλλη μορφή αυτοπάθειας, υπό την έννοια ότι το «περιβάλλον» των ρημάτων αυτών δηλώνει πως κάποιος άλλος εκτελεί για λογαριασμό του υποκειμένου την ενέργεια (Ντύνομαι στον καλύτερο ράφτη)……….ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΤΑ ΛΕΕΙ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ: ξεχωριστή κατηγορία ρημάτων μέσης διάθεσης και τα ονομάζουν «Μέσα πλάγια ρήματα», επειδή δηλώνουν πως το υποκείμενο ενεργεί για τον εαυτό του έμμεσα, δηλαδή διά μέσου κάποιου άλλου.]

β) Μερικά ρήματα που δηλώνουν κάποια μορφή άσκησης επίδρασης, η οποία επηρεάζει το ίδιο το υποκείμενο (Μετά το τσίμπημα αλείφτηκα με ειδική αλοιφή). Τέτοια ρήματα είναι: αλείφομαι, γλείφομαι, κόβομαι, κοιτάζομαι, σκεπάζομαι, συγκρατούμαι, τρέφομαι, τρίβομαι, χτυπιέμαι.

γ) Ορισμένα ρήματα κίνησης την οποία ελέγχει ο δράστης (Μόλις τον είδα στράφηκα προς τα πίσω) ή επικοινωνίας με την οποία ο δράστης (υποκείμενο) επηρεάζει κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό του (Εκφράζεται μόνο μπροστά σε στενούς φίλους).

δ) Όλα τα ρήματα με προσδιορισμούς αυτοπάθειας (αυτοδιαφημίζεται, αυτοσυγκεντρώνεται, αυτοτιμωρείται, αυτό…)

¨ Μέσα αλληλοπαθή, όταν δηλώνουν αλληλοπάθεια, όταν δηλαδή οι δράστες είναι δύο και μέσω της δράσης τους επηρεάζει ο ένας τον άλλο (Ο Γιώργος και ο Γιάννης τσακώνονται). Τα ρήματα αυτά είναι κυρίως στην μεσοπαθητική φωνή, σε πληθυντικό αριθμό και τα υποκείμενα είναι δύο (είτε ως ξεχωριστά υποκείμενα είτε ένα υποκείμενο στον πληθυντικό αριθμό, π.χ. «εμείς»).

α) Τα σημαντικότερα ρήματα που δηλώνουν αλληλοπάθεια είναι: αγαπιούνται, αγκαλιάζονται, αποχαιρετιούνται, βρίζονται, γνωρίζονται, μισούνται, σκοτώνονται, συμπαθιούνται, συναντιούνται, τηλεφωνιούνται, φιλιούνται, χαιρετιούνται.

β) Η αλληλοπάθεια επίσης δηλώνεται και με προσδιορισμούς αλληλοπάθειας, όπως αλληλοβοηθιούνται, αλληλοεπηρεάζονται, αλληλοσπαράζονται, αλληλο...

γ) Αλληλοπάθεια, τέλος, μπορεί να δηλωθεί και με οποιοδήποτε μεταβατικό ρήμα με τους ανάλογους πάλι προσδιορισμούς αλληλοπάθειας, όπως «ο ένας τον άλλον», «ο ένας με τον / ή από τον / ή για (κ.ά) τον άλλον», «μεταξύ μας/σας/τους» κ.λπ. (Κατηγόρησαν ο ένας τον άλλο).

6) Ρήματα ουδέτερης διάθεσης: είναι τα ρήματα που φανερώνουν ότι το υποκείμενο βρίσκεται απλώς σε μια κατάσταση, ούτε ενεργεί ούτε παθαίνει κάτι (π.χ. κοιμάμαι, ξεκουράζομαι, παραμένω).

7) Όταν διατυπώνουμε μια πρόταση με ρήμα ενεργητικής διάθεσης (Ο Νίκος χτύπησε το Γιώργο) έχουμε ενεργητική σύνταξη και όταν διατυπώνουμε την πρόταση με ρήμα παθητικής διάθεσης (Ο Γιώργος χτυπήθηκε από το Νίκο) έχουμε παθητική σύνταξη.

8) Στην παθητική σύνταξη, το πρόσωπο ή πράγμα που κάνει την ενέργεια (από το οποίο παθαίνει κάτι το υποκείμενο) δίνεται με ένα προθετικό σύνολο (πρόθεση «από» + όνομα) και ονομάζεται ποιητικό αίτιο (Ο Γιώργος χτυπήθηκε από το Νίκο).

Το ποιητικό αίτιο σχηματίζεται κυρίως με το «από» + αιτιατική.


Προσοχή: το «από» + αιτιατική δε δηλώνει πάντα το ποιητικό αίτιο. Μπορεί να δηλώνει και την αιτία (να είναι προθετικό σύνολο που δηλώνει αιτία), π.χ. «Προδόθηκε από ένα σημάδι που είχε στο πρόσωπο» (το «από ένα σημάδι» δηλώνει αιτία και δεν είναι ποιητικό αίτιο).


Ωστόσο, το ποιητικό αίτιο απαντάται και στις εξής μορφές:
¨ σε + αιτιατική (στα ρηματικά επίθετα σε –τός, π.χ. «Είναι αγαπητός σε όλους»),
¨ με + αιτιατική (στις παθητικές μετοχές σε –μένος, π.χ. «Κορμί ποτισμένο με ιδρώτα»),
¨ ως α΄ συνθετικό (σε σύνθετες λέξεις με β΄ συνθετικό μετοχές μεσοπαθητικού παρακειμένου, π.χ. «ερωτοχτυπημένος»).

Το ποιητικό αίτιο παραλείπεται όταν:
¨ εύκολα εννοείται από τα συμφραζόμενα, π.χ. «Χθες έπιασε βροχή και βράχηκα» (εν. από τη βροχή),
¨ δεν ξέρουμε το δράστη ή δε θέλουμε να τον αναφέρουμε, π.χ. «Ξυλοκοπήθηκε νεαρός φοιτητής» (εν. από κάποιον που ή δεν τον ξέρουμε ή δε θέλουμε να τον αναφέρουμε).

9) Με την ενεργητική σύνταξη:
Ø Δίνεται έμφαση/εξαίρεται το υποκείμενο, δηλαδή ο δράστης.
Ø Το ύφος γίνεται πιο προσωπικό, άμεσο, ζωντανό κ.λπ..
Ø Το γραμματικό υποκείμενο (το υποκείμενο της πρότασης) συμπίπτει με το λογικό υποκείμενο (το υποκείμενο που με βάση το νόημα ενεργεί), π.χ. «Ο Νίκος χτύπησε το Γιώργο»: γραμματικό και λογικό υποκείμενο είναι το ίδιο: «ο Νίκος».

10) Με την παθητική σύνταξη:
Ø Δίνεται έμφαση/εξαίρεται το αποτέλεσμα της ενέργειας, η πράξη / δράση που κάνει το υποκείμενο.
Ø Το ύφος γίνεται πιο επίσημο, τυπικό, απρόσωπο, ουδέτερο κ.λπ.
Ø Ο λόγος αποκτά μεγαλύτερη πλοκή και γίνεται πιο σύνθετος.
Ø Το γραμματικό υποκείμενο είναι διαφορετικό από το λογικό, το οποίο δηλώνεται με το ποιητικό αίτιο, π.χ. «Ο Γιώργος χτυπήθηκε από το Νίκο»: γραμματικό υποκείμενο: «ο Γιώργος» / λογικό υποκείμενο: «ο Νίκος», το οποίο αποτελεί το ποιητικό αίτιο της πρότασης.

11) Μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική. Η γενική διαδικασία μετατροπής της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική και αντίστροφα είναι η εξής: 1) το αντικείμενο (εκεί που μεταβαίνει η ενέργεια) της ενεργητικής σύνταξης γίνεται υποκείμενο της παθητικής σύνταξης, 2) το ρήμα της ενεργητικής σύνταξης μετατρέπεται σε ρήμα παθητικής διάθεσης, 3) το υποκείμενο της ενεργητικής μετατρέπεται σε ποιητικό αίτιο της παθητικής σύνταξης.

                                       Υποκ.          Ρήμα Αντικ.
Ενεργητική σύνταξη «Ο αδερφός μου χτύπησε τη γάτα»                                           


Μετατροπή:«Η γάτα χτυπήθηκε από τον αδερφό μου» (παθητική σύνταξη)

 

 

Μεταβατικά και αμετάβατα ρήματα

Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις παρακάτω δραστηριότητες και να απαντήσει πρέπει να γνωρίζει ότι:
1) Τα ρήματα ενεργητικής διάθεσης διακρίνονται σε μεταβατικά και αμετάβατα.

2) Μεταβατικά είναι τα ρήματα που δείχνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου μεταβαίνει σε άλλο πρόσωπο ή πράγμα (Ο μαθητής μουτζουρώνει το βιβλίο).

3) Αμετάβατα είναι τα ρήματα που δείχνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου δε μεταβαίνει κάπου αλλού (Οι μαθητές χωρισμένοι σε ομάδες εργάζονται).
Τα σημαντικότερα κατεξοχήν αμετάβατα ρήματα είναι αυτά που δηλώνουν:
¨ Κίνηση (ανατέλλω, αργοπορώ, δύω, οπισθοχωρώ, παρελαύνω πλέω, σκύβω, σπαρταράω, τρεκλίζω, υποχωρώ, χοροπηδώ)
¨ Έκφραση (αναστενάζω, βογγάω, βουίζω, γρυλίζω, μουγκρίζω, ουρλιάζω, παραμιλώ, ρητορεύω, σκούζω, στριγγλίζω, τσυρίζω)
¨ Πρακτική δραστηριότητα (αλητεύω, αμαρτάνω, απεργώ, γευματίζω, εργάζομαι, εφημερεύω, μαυροφορώ, τεμπελιάζω, φοροδιαφεύγω)
¨ Συνείδηση (δυσανασχετώ, δυστυχώ, ευθυμώ, ευτυχώ, ευδαιμονώ, ξεψυχάω, λιποθυμώ, ονειροπολώ, παραληρώ, παραφρονώ, τουρτουρίζω, φρίττω)
¨ Άλλα ρήματα (ακμάζω, ακτινοβολώ, αληθεύω, βραδιάζω, λάμπω, λήγω, παρακμάζω, προοδεύω, πρωτεύω, υπάρχω, φυτρώνω)

4) Τα περισσότερα, βέβαια, ρήματα της Νέας Ελληνικής εμφανίζουν και τις δύο χρήσεις (μεταβατική και αμετάβατη) ανάλογα με το γλωσσικό περιβάλλον που εντάσσονται.
Ενδεικτικές τέτοιες περιπτώσεις:
¨ Ρήματα μεταβατικά που λειτουργούν και ως αμετάβατα, όταν το βάρος πέφτει στην πληροφορία που δηλώνει μόνο του το ρήμα και δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα το συμπλήρωμά του – αντικείμενο, π.χ. «Συνηθίζω να γράφω με μαρκαδόρο» (είναι αδιάφορο το τι γράφω).
¨ Ρήματα που στην ενεργητική διάθεση είναι μεταβατικά μετατρέπονται σε αμετάβατα στην μέση ή παθητική διάθεση, π.χ. «Οργανώνω το σχέδιο» μεταβατικό / «Το σχέδιο οργανώθηκε» αμετάβατο.
¨ Ρήματα που αλλάζουν διάθεση, χωρίς να αλλάξουν φωνή, αλλάζουν ανάλογα και τη μεταβατικότητά τους, π.χ. «Ο αέρας άνοιξε την πόρτα» μεταβατικό / «Η πόρτα άνοιξε» αμετάβατο.
¨ Η παράλειψη του συμπληρώματος (αντικειμένου), είτε επειδή έχει προαναφερθεί είτε γιατί εύκολα εννοείται μπορεί να θεωρηθεί ως μορφή αμετάβατης χρήσης (-Έγραψες την άσκηση; - Έγραψα).