‘Έστιν οὖν Τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας
μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν
ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ
φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.
Τραγωδία ορίζει ο Αριστοτέλης (Ποιητική 1449b) είναι η μίμηση σημαντικής και ολοκληρωμένης πράξης που να έχει έκταση. Κατά κανόνα αυτή η πράξη, δηλαδή η υπόθεση της τραγωδίας, δεν ήταν πρωτότυπη, επινοημένη από τον ποιητή, αλλά δάνειο από τη μυθική παράδοση. Για παράδειγμα η θυσία της Ιφιγένειας, η αυτοκτονία του Αίαντα, η δολοφονία του Αγαμέμνονα. Από κει και πέρα ήταν ελεύθερος να διαμορφώσει τη σκηνική παρουσίαση των γεγονότων, τα λόγια που έλεγαν οι ήρωες και πολλά ακόμα θεατρικά χαρακτηριστικά. Επίσης μπορούσε να παραλλάξει την πλοκή και δευτερεύοντα στοιχεία του μύθου. Σε γενικές γραμμές ο μύθος έπρεπε να μείνει αναλλοίωτος, όπως ήταν από παλιά γνωστός.
Αυτή η έλλειψη πρωτοτυπίας είχε πλεονεκτήματα:
- οι υποθέσεις, τοποθετημένες στο μυθικό πλαίσιο του ηρωικού κόσμου, γνωστού και οικείου από το έπος, αποκτούσαν αυτόματα το απαραίτητο μέγεθος.
- οι θεατές δε συγκέντρωναν την προσοχή τους στο τι θα συμβεί, αλλά στο πως θα παρουσιαστούν τα δεδομένα του μύθου, δηλαδή στην τέχνη και την τεχνική του ποιητή, στο ήθος των ηρώων, στις ιδέες που ακούγονταν (διάνοια) και στη γενικότερη ερμηνεία του μύθου - όλα τα στοιχεία που συχνά ο ποιητής φρόντιζε να τα συσχετίσει, διακριτικά, με τον ιστορικό περίγυρο της παράστασης, σχολιάζοντας έμμεσα την πολιτική κατάσταση και τα προβλήματα της επικαιρότητας.
Η μίμηση, συνεχίζει ο Αριστοτέλης, γίνεται με ευχάριστο λόγο (λόγο με ρυθμό, αρμονία και μελωδία), χώρια τα ομιλητικά από τα τραγουδιστά μέρη. Ο τραγικός λόγος ήταν δηλαδή έμμετρος και η γλώσσα του ποιητική, ιδιαίτερα στα χορικά τραγούδια, που είχαν και το παραδοσιακό δωρικό διαλεκτικό χρώμα. Όσο για το χωρισμό των ομιλητικών από τα τραγουδιστά μέρη, οι τραγωδίες ακολουθούσαν όλες ένα σχήμα όπου οι δυο τρόποι εκφοράς εναλλάσσονταν: απαγγελτικά μέρη ήταν ο Πρόλογος και τα Επεισόδια, τραγουδιστά μέρη ήταν η Πάροδος του Χορού, τα Στάσιμα και η Έξοδος. Τα διαλογικά μέρη μπορούσαν να διακοπούν από ξεχωριστά τραγούδια: μονωδίες, διωδίες και κομμούς (θρήνους).
Στην τραγωδία η μίμηση πραγματοποιείται έμπρακτα, όχι μόνο περιγραφικά με τον λόγο, πράγμα που σημαίνει ότι την τραγωδία δεν την αποτελούν μόνο όσα ακούει ο θεατής αλλά και όσα βλέπει, η όψη της παράστασης: η σκηνική δράση, η σκηνογραφία, η όρχηση, τα προσωπεία, τα ρούχα κλπ.
Πολλοί τραγικοί ποιητές έκαναν προσθήκες και βελτιώσεις:
- Ο Θέσπης επινόησε τα προσωπεία
- Ο Χοιρίλος πρόσεξε ιδιαίτερα τις ενδυμασίες
- Ο Φρύνιχος πρωτοπαρουσίασε γυναικεία πρόσωπα
- Ο Αισχύλος αύξεσε τον αριθμό των υποκριτών από ένα σε δύο
- Ο Σοφοκλής πρόσθεσε και τρίτο υποκριτή και ανακαίνισε την σκηνογραφία
- Ο Πρατίνας πρώτος ανέβασε σατυρικό δράμα
Φυσικά την εξέλιξη της τραγωδίας ακολούθησε και ο θεατρικός χώρος. Αρχικά οι θεατές κάθονταν πρόχειρα σε μια πλαγιά, να βλέπουν τον θίασο που έπαιζε στο ίσιωμα (πολλές φορές σε χώρο όπου υπήρχαν αλώνια). Αργότερα όταν στην Αθήνα επισημοποιήθηκαν οι δραματικοί αγώνες, ως χώρος των παραστάσεων ορίστηκε η νότια πλαγιά της Ακρόπολης, κοντά στο ναό του Διονύσου. Εκεί στήνονταν κάθε χρόνο από τη μια μεριά πρόχειροι πάγκοι σε ημικύκλιο (εδώλια) για τους θεατές, από την άλλη μεριά μια εξίσου πρόχειρη παράγκα, η σκηνή, και μπροστά της μια χαμηλή εξέδρα για τους υποκριτές, το λογείο, όλα ξύλινα.
Με τα χρόνια οι κατασκευές αυτές συμπληρώνονταν και βελτιώνονταν για να προσαρμοστούν στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις της θεατρικής τέχνης και στον μεγαλύτερο αριθμό θεατών.
Οι τραγωδοδιδάσκαλοι παρουσίαζαν καθένας μια τετραλογία, δηλαδή τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Τα σατυρικά δράματα είχαν κάποια κοινά αλλά και διαφορές μεγάλες από τις τραγωδίες. Παρουσίαζαν και αυτά ένα μύθο, όχι απαραίτητα σχετικό με τον Διόνυσο, όπου όμως στην πλοκή του έπρεπε να μετέχει υποχρεωτικά ένας Χορός Σατύρων. Οι Σάτυροι και ο κορυφαίος τους Σειληνός ήταν ακόλουθοι του Διονύσου, κακόμορφοι, τραγοπόδαροι, με ουρές αλόγων, μέθυσοι, αθυρόστομοι, φοβητσιάρηδες, χαζοχαρούμενοι και αχόρταγοι ερωτύλοι. Με τέτοιο Χορό ήταν φυσικό τα σατυρικά δράματα να έχουν κεφάτο, κωμικό χαρακτήρα, να γελοιογραφούν τα πρόσωπα και να παρωδούν τις μυθολογικές διηγήσεις.
Παρά την εννοιολογική συγγένεια, σωστό είναι να ξεχωρίσουμε το επίθετο σατυρικός με ύψιλον, που σχετίζεται με τους Σατύρους, από το επίθετο σατιρικός με γιώτα, που σχετίζεται με τη σάτιρα, δηλαδή τον πειρακτικό, δηκτικό και όχι πάντα καλοπροαίρετο λόγο.
Και το σατυρικό δράμα πιστεύουμε ότι ξεκίνησε από τον διθύραμβο, όπως και η τραγωδία. Υποθέτουμε από μια διαφορετική μορφή διθυράμβου, όπου ο Χορός, μεταμφιεσμένος σε Σατύρους, χόρευε και τραγουδούσε ζωηρά και ξέγνοιαστα τραγούδια για το κρασί και τον έρωτα -όλα στοιχεία ταιριαστά με τον Διόνυσο. Με αυτή τη μορφή ο διθύραμβος είχε καλλιεργηθεί περισσότερο από τους Δωριείς. Προς το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα ο Πρατίνας τον μεταφύτεψε στην Αθήνα, όπου γρήγορα βρήκε τη θέση του ως σατυρικό δράμα δίπλα στην αδελφή του την τραγωδία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.