ἀμφὶ
α. με γενική - τόπο, πχ.ἀμφὶ τῆς πόλεως
- αναφορά-αιτία, πχ. ἀμφὶ ὦν εἶχον διεφέροντο (= φιλονικούσαν σχετικά με αυτά τα οποία είχαν)
β. με δοτική
- τόπο, πχ. Ἀχαιοὶ ἔστασαν ἀμφὶ Πατρόκλῳ
- το πλησίον, πχ. ἀμφὶ θύραις μάχεσθαι (= κοντά στις θύρες ..)
- αναφορά, πχ, ἀμφὶ τῷ θανάτῳ αὐτῆς διπλοῦς λόγος λέγεται
- αιτία, πχ. ἀμφ' ἐμοὶ στένει (= για μένα στενάζεις)
γ. με αιτιατική
- τόπο, πχ. ἀμφὶ πῦρ ἐκάθηντο (= γύρω από τη φωτιά...), οἱ ἀμφὶ Μίλητον στρατευόμενοι (= κάπου πρός την Μίλητον..)
- χρόνο, πχ. ἀμφὶ μέσας νύκτας (= κατά τα μεσάνυκτα)
- ποσό κατά προσέγγιση, πχ. ἦσαν ἀμφὶ τοὺς δισχιλίους (= περίπου δισχίλιοι)
- ακολουθία προσώπων, πχ. οἱ ἀμφὶ Ἀλέξανδρον (= οι οπαδοί του Αλέξανδρου, οι ακόλουθοι, στρατιώται, φίλοι)
- αναφορά, πχ. τὰ ἀμφὶ τὸν πόλεμον (= τα σχετικά με τον πόλεμον)
- ενασχόληση, πχ. ἀμφὶ τι ἔχω (= ασχολούμαι με κάτι), ἀμφὶ λογοτεχνίαν ἔχω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.