ὑπὸ
με γενική:
- τόπος, πχ. ξιφίδια ὑπὸ μάλης εἶχον (=κάτω από τη μασχάλη), τὰ ὑπὸ γῆς, ἔλαβε βοῦν ὑπὸ ἁμάξης (= το βόδι στο ζυγό της άμαξας)
- ποιητικό αίτιο, πχ. ἥδομαι ὑφ' ὑμῶν τιμώμενος
- αναγκαστικό αίτιο, πχ. ἀπώλετο ὑπὸ λιμοῦ (εξαιτίας του λιμού), οὐ καθεύδω ὑπὸ λύπης
- συνοδεία, πχ. τὰ τείχη κατέσκαπτον ὑπ' αὐλητρίδων (=με συνοδεία αυλητρίδων), ὑπὸ αὐλοῦ, ὑπὸ τυμπάνων,
- τρόπος, πχ. ἔζη ὑπὸ πολλῆς ἐπιμελείας (=με μεγάλη φροντίδα)
- τόπος, πχ. ἔστι δὲ καὶ βασίλεια (=ανάκτορα) ὑπὸ τῇ ἀκροπόλει
- υποταγή ή εξάρτηση, πχ. οἱ ὑπὸ βασιλεῖ ὄντες (=οι ευρισκόμενοι υπό την εξουσία του βασιλιά)
- επιμέλεια ή επίβλεψη, πχ, ὑπὸ παιδοτρίβῃ ἀγαθῷ πεπαιδευμένος
- τόπος, πχ. ὑπὸ τὰ δένδρα ἀπῆλθον, ὑπὸ τὸν λόφον ἔστησε τὸ στράτευμα, αἱ ὑπὸ τὸ ὄρος κῶμαι (=τα χωριά κάτω από το όρος)
- χρονικό διάστημα, πχ. διέβησαν ὑπὸ νύκτα (=κατά τη διάρκεια της νύκτας)
- υποταγή ή εξάρτηση, πχ. Αἴγυπτος ὑπὸ βασιλέα ἐγένετο (=περιήλθε στην εξουσία του βασιλιά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.