ἐξ - ἐκ
με γενική:
- τόπος, αφετηρία ή απομάκρυνση, πχ. ἐκ τῆς πόλεως ἀπῆλθεν, ἐκ τῆς μάχης ἔφυγεν
- τοπική προέλευση, πχ. τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα (= τα οποία φύονται από τη γη)
- χρόνος, αφετηρία ή ακολουθία, πχ. ἐκ τοῦ ἀρίστου προήγαγε τὸ στράτευμα(= μετά το πρόγευμα ..)
- καταγωγή, πχ. οἱ ἐξ Ἡρακλέους (= οι απόγονοι του Ηρακλή), ἐκ πατρός εὐγενοῦς ἦν (= από ευγενή πατέρα κατάγεται)
- όργανο ή μέσο, πχ. πάτριον ἡμῖν ἐκ πόνων τὰς ἀρετὰς κτᾶσθαι (= αποκτάμε τις αρετές με πόνους)
- τρόπος, πχ. ἐκ δόλου, ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς (= φανερά)
- αιτία(αναγκαστικό ή ποιητικό), πχ. ἐκ βασιλέως ἐδόθη (= από τον βασιλιά δόθηκε), πῶς ἔχει ἐκ τοῦ τραύματος; (= πως είναι εξαιτίας του τραύματος)
- ύλη, πχ. πῶμα ἐκ ξύλου,
- συμφωνία, πχ. ἐκ τῶν ἔργων χρὴ μᾶλλον ἤ ἐκ τῶν λόγων τὴν ψῆφον φέρειν (= σύμφωνα με τα έργα περισσότερο, παρά με τα λόγια )
- κατάσταση, μεταβολή, πχ. ἐλεύθερος ἐκ δούλου καὶ πλούσιος ἐκ πτωχοῦ γέγονεν
- προέλευση, πχ. Κλέαρχος καὶ οἱ ἐξ ἐκείνου
- διαιρεμένο σύνολο ή χωρισμός, πχ. ἐξ Ἀθηναίων οἱ ἄριστοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.