Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Εμπρόθετοι προσδιορισμοί στα αρχαία ελληνικά - ἐπὶ


ἐπὶ
με γενική:

  • τόπος, επάνω σε, πχ. ὁ ἐπί γῆς χρυσός, ἤλαυνεν  ἐπί  ἅρματος (=προχωρούσε πάνω στο άρμα)
  • χρόνος, πχ. ἐπὶ τοῦ προτέρου πολέμου, ἐπὶ Κέκροπος, (επίσης σήμερα => επί Τουρκοκρατίας)
  • επιστασία, πχ. ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν (=ο υπεύθυνος του δεσμωτηρίου),  ὁ ἐπὶ τῶν ὁπλιτῶν
  • ενώπιον, πχ. λέγω ἐπὶ τοῦ δικαστηρίου
  • αναφορά. πχ. ἐπὶ τῆς ἡμετέρας πόλεως οὐδὲν ἔχω εἰπεῖν (= σχετικά με την δική μας πόλη..)
  • διανομή, μερισμός, πχ. ἐτάχθησαν ἐπὶ τεττάρων, ἐπὶ τριῶν (= σε βάθος ή πλάτος τεσσάρων, τριών ανδρών)
  • τρόπος, κατάσταση, πχ. ἐπ' ὄρκου λέγω (= ενόρκως)
με δοτική:


  • τόπος, επάνω σε, πχ. τὰς ἀλωπεκᾶς ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς φοροῦσι (= επάνω στα κεφάλια)
  • πλησίον, πχ. οἰκοῦσιν ἐπὶ τῷ ἰσθμῷ (= κοντά στον Ισθμό)
  • ακολουθία, πχ. ἐτάχθησαν ἐπὶ τοῖς ὁπλίταις ἱππεῖς (= κατόπιν ή πίσω από τους οπλίτες)
  • χρόνος, διάρκεια ή περίσταση, πχ. ἐπὶ τῷ πράττειν οὐδὲ τὰ μικρὰ ποιεῖτε (= εν καιρώ του πράττειν), συνελήφθη ἐπ' αὐτοφώρῳ (= τη στιγμή της πράξης)
  • χρονική ακολουθία, πχ. ἀνέστη ἐπ' αὐτῷ (= σηκώθηκε μετά από αυτόν)
  •  επιστασία, πχ. κατέλιπεν ἐπὶ ταῖς ναυσὶν Ἀντίοχον (= επιστάτη των πλοίων)
  • εξάρτηση, πχ. ἐπὶ τινί ἐστι (= εξαρτάται από κάποιον)
  • ενώπιον, πχ. ταῦτα ἐπὶ τοῖς δικασταῖς ἔλεγε
  • αιτία, πχ. μέγα φρονεῖ ἐπὶ πλούτῳ (= εξαιτίας του πλούτου)
  • σκοπός, πχ. ἐπὶ τῷ κερδαίνειν πᾶν οὗτος ποιήσει (= για το κέρδος θα κάνει τα πάντα)
  • όρος ή συμφωνία, πχ. ἠρώτα ἐπὶ τίσιν ἄν σύμμαχος γένοιτο (= υπό ή με ποιους όρους)
  • τρόπος, πχ. ἐπὶ ἴσοις ὄροις
  • εναντίον, πχ. ἡ γενομένη ἐπὶ τῇ Σπάρτῃ συμμαχία (= εναντίον της Σπάρτης)
με αιτιατική:
  • τόπος, πχ. ἀνέβη ἐπὶ τὸ ὄρος, ἐπὶ τὸν ἵππον
  • κατεύθυνση, πχ. ἐστρατεύετο ἐπὶ Λυδούς (= εναντίον των Λυδών)
  • έκταση, πχ. τὸ ὄμμα ἐπὶ πολλά στάδια ἐξικνεῖται (= το βλέμμα για πολλά στάδια εκτείνεται, απλώνεται)
  • χρονική διάρκεια, πχ. ἐπὶ δέκα ἔτη
  • σκοπός, πχ. ἐξῆλθον ἐπὶ θήραν (= βγήκαν για κυνήγι, για να κυνηγήσουν)
  • ποσό ή μέτρο, πχ. ἐπὶ πλεῖστον, ἐπὶ πολύ
  • τρόπος. πχ. διαφέρων ἐπὶ πρᾶξιν (= στην πράξη, πρακτικά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.