ἐν
με δοτική:
- στάση σε τόπο, πχ. ἐν Ἀθήναις οἰκῶ
- το μεταξύ, πχ. ὀχληρόν ἐστιν ἐν νέοις ἀνήρ γέρων (=είναι ενοχλητικό μεταξύ νέων ένας γέρος άνδρας)
- το ενώπιον, πχ. ἐν τῷ δήμῳ λέγω (= ενώπιον του δήμου)
- το πλησίον, πχ. πόλις οἰκουμένη ἐν τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ (= κοντά στον Ευξ. πόντο, στα παράλια του Ευξ. πόντου)
- χρονικό διάστημα, πχ. ἐν τρισὶν ἡμέραις (= εντός τριών ημερών), ἐν ταῖς σπονδαῖς (= κατα τη διάρκεια των σπονδών, της ανακωχής)
- όργανο ή μέσο, πχ. πείθω ἐν λόγοις (= με λόγια), οἱ θεοὶ σημαίνουσιν ἐν οὐρανίοις σημείοις
- τρόπο, πχ. ἐν τάχει λέγω (= ταχέως), ἐν δόλῳ ἀπέκτεινον (= με δόλο)
- κατάσταση, θέση, ενασχόληση, πχ. Ἀγησίλαος ἐν ὅπλοις ἦν (= στα όπλα), ἐν καιρῷ εἰμὶ (= είμαι χρήσιμος), οἱ ἐν τοῖς πράγμασι (= οι άρχοντες, που είναι στα πράγματα)
- συμφωνία, πχ. ἐν τοῖς νόμοις δεῖ τὰς κρίσεις ποιεῖσθαι (= σύμφωνα με τους νόμους)
- εξάρτηση, πχ. ἐν τῷ θεῷ τὸ τέλος ἦν (= το τέλος εξαρτάται από τον θεό)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.