κατὰ
με γενική:
- τόπος, πχ. ἵεντο κατὰ γηλὸφου ( =από πάνω προς τα κάτω στο λόφο), μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέω, ὁ κατὰ γῆς (= ο εντός της γης, ο νεκρός)
- εναντίον, πχ. τοῦτο κατ' ἐμοῦ εἶπε
- αναφορά, πχ. τοῦτο μέγιστόν ἐστι καθ' ἡμῶν ἐγκώμιον (=για εμάς)
- επίκληση, πχ. κατὰ τέκνων ὀμνύω (=στο όνομα των τέκνων ορκίζομαι)
- τόπος, πχ. ἔπλεον κατὰ τὸν ποταμὸν, (=προς τα κάτω το ρεύμα του ποταμού), ἐπορεύοντο κατὰ γῆν (=από την ξηρά), κατὰ πόδας
- τοπική έκταση, πχ. κατὰ τὴν Ἀσίαν (=παντού στην Ασία)
- πλησίον, πχ. παίει κατὰ τὸ στέρνον (=κάπου κοντά στο στέρνο)
- ενώπιον, πχ. οἰ κατὰ τοὺς Ἕλληνας τεταγμένοι
- χρονική διάρκεια, πχ. κατὰ τὸν πρότερον πόλεμον
- συμφωνία, πχ. κατὰ τοὺς νόμους (=σύμφωνα με τους νόμους)
- αναφορά, πχ. τὰ κατὰ Παυσανίαν
- τρόπος, πχ. κατὰ τάχος (= ταχέως), κατὰ τύχην, κατὰ κρᾶτος
- μερισμός, χωρισμός, πχ. κατὰ σφᾶς αὐτοὺς εβουλεύοντο(=ο καθένας χωριστά)
- περιοδικότητα, πχ. καθ' ἡμέραν
- αιτία, πχ. κατὰ φιλίαν (λόγω φιλίας)
- σκοπός, πχ. ὁ ὄχλος κατὰ θέαν ἤκεν (για να δει)
- σύγκριση, πχ. μεῖζον ἤ κατ' ἄνθρωπον (=περισσότερο από ότι δύναται ο άνθρωπος
- ποσό κατά προσέγγιση, πχ. κατὰ ἐξακόσια ἔτη (=περίπου εξακόσια έτη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.