σύν , ξὺν
με δοτική:
- το ομού, συνοδεία, πχ. ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ, σὺν πολλῷ στρατεύματι προσέρχεται
- συνέργεια ή συνδρομή, πχ. μάχομαι σὺν τινι (=κοντά σε κάποιον, ως σύμμαχος), σὺν τοῖς θεοῖς ἀμυνούμεθα (=με τη βοήθεια των θεών)
- συμφωνία, πχ. σὺν τῷ νόμῳ τὴν ψῆφον τίθεσθε
- όργανο, μέσο, τρόπος, πχ. ἐμάχοντο σὺν μαχαίρᾳ καὶ θώρακι, σὺν γέλωτι ἦλθον (=ήρθαν γελώντας), σὺν τάχει (=ταχέως)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.