ἀνὰ
α. με αιτιατική
- τόπο, πχ. ᾤκουν ἀνὰ τὰ ὄρη (= οικουν πάνω στα όρη)
- κίνηση, πχ. ἀνὰ τὸν ποταμὸν ἔπλεον (= έπλεαν αντίθετα προς το ρεύμα του ποταμού, προς τα πάνω το ποτάμι)
- χρόνο, πχ. ἀνὰ τὸν πόλεμον (=κατά τη διάρκεια του πολέμου), ἀνὰ πᾶσαν τὴν ἡμέραν (=καθ' όλη την διάρκεια της ημέρας), ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν (= κάθε ημέρα), ἀνὰ πᾶν ἔτος (=κάθε έτος)
- μερισμό, πχ. ἀνὰ πέντε παρατάσσονται οἱ ὀπλῖται
- τρόπο, πχ. ἀνὰ λόγον (= αναλόγως)
β. με γενική (ποιητικά)
- τόπο, πχ. ἀνὰ νηὸς ἔβη (= ανέβη επάνω στο πλοίο)
γ. με δοτική (ποιητικά)
- τόπο, πχ. ἀνὰ ναυσὶ ἔβη (= επάνω στα πλοία.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.