Διά
1. με γενική:
- κίνηση δια τόπου, πχ. πορεύεται διὰ τῆς ἀγορᾶς (=μέσα από την αγορά)
- τοπικά διαστήματα πχ. διὰ δέκα ἐπάλξεων πύργοι ἦσαν (= κάθε δέκα επάλξεις ένα πύργος)
- χρόνο - διάρκεια, πχ. οὐδεὶς εὐτυχεῖ διὰ βίου (καθ' όλη την ζωή)
- πάροδο χρόνου πχ. ἀρχαῖον ἑταῖρον διὰ χρόνου εἶδον (= μετά από πάροδο πολλού χρόνου)
- μέσο - όργανο, πχ. ὁρῶμεν διὰ γυμνῶν ὀφθαλμῶν (=με γυμνό μάτι), λέγω δι ' ἑρμηνέως (= λέω με διερμηνέα)
- τρόπο - κατάσταση -περίσταση, πχ. ἐπῆλθον διὰ τάχους (= ταχέως), διὰ τῆς βίας (= με βία), διὰ χειρός, διὰ πένθους τὸ γῆρας διάγω(= περνώ τα γηρατειά μέσα στο πένθος)
2. με αιτιατική:
- τόπος (ποιητικά) πχ. βῆ διὰ δώματα (=προχώρησε δια μέσου των δωμάτων)
- χρόνος, (ποιητικά) πχ. ὄνειρος ἦλθεν μοι διὰ νύκτα (= κατά την διάρκεια της νύκτας)
- αιτία, πχ. δι' ἀρετὴν, ἀλλ' οὐ διὰ τὴν τύχην ἐνίκησαν (= νίκησαν εξαιτίας της αρετής και όχι λόγω της τύχης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.