μετὰ
με γενική:
- το μεταξύ, πχ. ἄγνωστος ἦν μετ' ἀνθρώπων
- συνέργεια,πχ. ἐπολέμησαν μετὰ ξυμμάχων πρὸς ἀλλήλους
- τρόπος, μέσο, πχ. ἱκετεύει μετὰ πολλῶν δακρύων, μετὰ δέους, μετὰ φόβου, μετὰ πολλῶν κινδύνων τὸ γέρας ἐκτήσαντο
- συμφωνία, πχ. μετὰ τῶν νόμων (=σύμφωνα με τους νόμους)
- το σύγχρονο, πχ. μετ' ἀνακωχῆς ἔβλαπτον ἀλλήλους
- το μεταξύ, πχ. μετὰ κύμασιν (=μεταξύ των κυμάτων)
- τόπος, το μεταξύ, πχ. ἀίσων ὡς τ' αἰγυπιὸς μετὰ χῆνας (στον Όμηρο), μετὰ χεῖρας εῖχε (=είχε ανάμεσα στα χέρια του)
- χρονική ακολουθία, πχ. μετᾶ τὰ Τρωϊκά
- τάξη ή ακολουθία, πόλις πλουσιωτάτη μετὰ Βαβυλῶνα, πρῶτος μετ' ἐμέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.